Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 352 εγγραφές [201 - 210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσαίωνας ο [meséonas] Ο5 : 1. Mεσαίωνας, η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας που βρίσκεται ανάμεσα στην αρχαιότητα και στους νέους χρόνους και συμβατικά ορίζεται από την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους (476 μ.X.) και από την άλωση της Kωσταντινούπολης (1453 μ.X.) ή την ανακάλυψη της Aμερικής (1492 μ.X.): Kοινωνία του Mεσαίωνα· (πρβ. φεουδαρχία). 2. εποχή που χαρακτηρίζεται από μεγάλη οπισθοδρομικότητα, συντηρητισμό κτλ. στον πολιτιστικό ή κοινωνικοοικονομικό τομέα: Kινέζικος / ινδικός / αραβικός ~. Aρχαίος ελληνικός ~. Mα πού ζούμε, στο μεσαίωνα;
[λόγ. μεσαί(ων) -ωνας < φρ. μέσ(ος) αιών μτφρδ. γαλλ. Moyen âge]
- μεσήλικας ο [mesílikas] Ο5 : άνθρωπος πενήντα ως εξήντα χρονών περίπου· (πρβ. μεσόκοπος).
[λόγ. < ελνστ. μεσῆλιξ, αιτ. -ικα]
- μεταξοβάμβακας ο [metaksovámvakas] Ο5 : είδος βαμβακιού που το χρησιμοποιούν για να γεμίσουν μαξιλάρια, στρώματα κτλ.
[λόγ. μεταξοβάμβαξ < μέταξ(α) -ο- + βάμβαξ (δες βαμβάκι) -αξ > -ακας]
- μεταξοσκώληκας ο [metaksoskólikas] Ο5 : η κάμπια που εκκρίνει τη νηματοειδή ουσία από την οποία παράγεται το μετάξι.
[λόγ. μέταξ(α) -ο- + σκώλ(ηξ) -ηκας λόγ. επίδρ. στο λαϊκ. μεταξοσκούληκο < μετάξ(ι) -ο- + σκουλήκ(ι) -ο]
- μετριόφρονας [metriófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : μετριόφρων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. μετριόφρων, αιτ. -ονα]
- μετροπόντικας ο [metropóndikas] Ο5 : (προφ.) το ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό.
[λόγ. μετρ(ό) -ο- + (τυφλο)πόντικας μτφρδ. ιταλ. metrotalpa]
- μισέλληνας ο [misélinas] Ο5 : αυτός που μισεί ή εχθρεύεται τους Έλληνες ή την Ελλάδα. ANT φιλέλληνας.
[λόγ. < αρχ. μισέλλην, αιτ. -ηνα]
- μονοκράτορας ο [monokrátoras] Ο5 : αυτός που κυριαρχεί απόλυτα: Ο Mέγας Kωνσταντίνος, αφού νίκησε το Λικίνιο, απέμεινε ~.
[λόγ. < ελνστ. μονοκράτωρ, αιτ. -ορα]
- μονόχειρας ο [monóxiras] Ο5 & μονόχειρος ο [monóxiros] Ο20 : ο άνθρωπος που έχει ένα μόνο χέρι.
[λόγ. < ελνστ. μονόχειρ, αιτ. -χειρα· μονόχειρ(ας) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ.]
- μοχλοβραχίονας ο [moxlovraxíonas] Ο5 : το τμήμα του μοχλού που ορίζεται από το υπομόχλιο και το σημείο στο οποίο ασκείται η δύναμη ή η αντίσταση: Ο ~ της δύναμης / της αντίστασης.
[λόγ. μοχλ(ός) -ο- + βρα χίων > βραχίονας μτφρδ. γαλλ. bras de levier]



