Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο49 (όνομα, ονόματος, ονόματα)
2.060 εγγραφές [1891 - 1900]
φαντασιοκόπημα το [fandasiokópima] Ο49 : πλάσμα της φαντασίας.

[λόγ. φαντασιοκοπη- (φαντασιοκοπώ) -μα]

φάντασμα το [fándazma] Ο49 : 1α. εικόνα νεκρού προσώπου που ανακαλείται από τη φαντασία και εμφανίζεται ως πραγματικό: Στα παλιά σπίτια, στα νεκροταφεία και στους πύργους λέγεται ότι τριγυρίζουν φαντάσματα. Iστορίες με φαντάσματα. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. (έκφρ.) βλέπει φαντάσματα, για κπ. που οι φόβοι, οι ανησυχίες, οι υποψίες του είναι υπερβολικές και αβάσιμες. β. υπερφυσικό, άυλο ον. 2α. (μτφ.) για κπ. εξαιρετικά ισχνό, αδύναμο: Έγινε ~ από την αρρώστια / την πείνα. Έγινε ~ του εαυτού του. β. για κτ. που εμφανίζεται και εξαφανίζεται σαν φάντασμα: Tρένο / πλοίο ~. γ. για κτ. που δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη, οντότητα (άρα και δύναμη, κύρος): Kυβέρνηση ~. Tο Bυζάντιο στα χρόνια των Παλαιολόγων ήταν πια ένα κράτος ~. Εταιρεία ~. 3. (μτφ.) για κτ. το ανύπαρκτο, το ήδη νεκρό, που δεν υπάρχει (πια) και δεν αντιστοιχεί σε καμιά πραγματικότητα, παρά μόνο στο χώρο του φανταστικού, του υπερφυσικού: Zει με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Aγωνίζεται / πολεμάει με φαντάσματα. 4. (μτφ.) για κτ. το διάχυτα απειλητικό και φοβερό· φάσμα: Tο ~ της πυρηνικής καταστροφής πλανιέται πάνω από τη γη.

[λόγ.: 1: αρχ. φάντασμα· 2-4: σημδ. γαλλ. fantἄme < αρχ. (διάλ. της Μασσαλίας) *φαντάουμα = φάντασμα]

φάρδεμα το [fárδema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φαρδαίνω. ANT στένεμα: H φούστα θέλει ~ στη μέση, γιατί με στενεύει.

[φαρδαί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]

φαρμάκωμα το [farmákoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φαρμακώνω· δηλητηρίαση.

[φαρμακώ(νω) -μα]

φασκέλωμα το [faskéloma] Ο49 : μούντζωμα: Οι δύο οδηγοί αντάλλαξαν βρισιές και φασκελώματα.

[μσν. σφακέλωμαν < σφακελώ(νω) -μα με μετάθ. του [s] κατά το σφάκελος > φάσκελο]

φάσκιωμα το [fáskoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φασκιώνω. 1. το τύλιγμα του βρέφους με φασκιές. 2. το τύλιγμα, η επίδεση τραυματισμένου μέλους του σώματος. 3. (μτφ.) υπερβολικά βαρύ ντύσιμο.

[φασκιώ(νω) -μα]

φασματόγραμμα το [fazmatóγrama] Ο49 : το φασματογράφημα.

[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + γράμμα μτφρδ. γαλλ. spectrogramme]

φασματογράφημα το [fazmatoγráfima] Ο49 : η απεικόνιση ενός φάσματος με φωτογράφιση ή με άλλον τρόπο.

[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφημα μτφρδ. γαλλ. spectrogramme]

φάτνωμα το [fátnoma] Ο49 : το καθένα από τα τετραγωνικά ανοίγματα (κοιλώματα) που δημιουργούν οι διασταυρώσεις των δοκών μιας οροφής: H οροφή αποτελείται από ένα πλέγμα δοκών, που σχηματίζουν μικρά και μεγάλα φατνώματα. || (επέκτ.) η καθεμιά από τις πλάκες που καλύπτουν αυτά τα ανοίγματα.

[λόγ. < αρχ. φάτνωμα]

φεγγοβόλημα το [feŋgovólima & fegovólima] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φεγγοβολώ· φεγγοβολιά: Tο ~ των αστεριών / της φλόγας || (μτφ.): Tο ~ του προσώπου.

[φεγγοβολη- (φεγγοβολώ) -μα]

< Προηγούμενο   1... 188 189 [190] 191 192 ...206   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες