Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο49 (όνομα, ονόματος, ονόματα)
2.060 εγγραφές [41 - 50]
άθυρμα το [áθirma] Ο49 : για πρόσωπο που είναι υποχείριο, όργανο κάποιου άλλου: Είναι ~ στα χέρια της γυναίκας του, τον μεταχειρίζεται ή του συμπεριφέρεται όπως θέλει. ~ της τύχης.

[λόγ. < αρχ. ἄθυρμα `παιδικό παιχνίδι΄ σημδ. γαλλ. jouet]

αιγόκλημα το [eγóklima] Ο49 : (λόγ.) αγιόκλημα.

[λόγ. < μσν. αιγόκλημα < αιγο- + κλήμα (πρβ. μσνλατ. caprifolium)]

αιμαγγείωμα το [emangíoma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος που σχηματίζεται κάτω από το δέρμα και αποτελείται από αιμοφόρα αγγεία.

[λόγ. < νλατ. hemangioma < hem(o)- = αιμ(ο)- + angioma = αγγείωμα]

αιματοκύλισμα το [ematokílizma] & αιματοκύλημα το [ematokílima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αιματοκυλίζω.

[αιματοκυλισ- (αιματοκυλίζω), αιματοκυλη- (αιματοκυλώ) -μα]

αιμάτωμα το [emátoma] Ο49 : (ιατρ.) συγκέντρωση αίματος κάτω από το δέρμα ή ανάμεσα στους ιστούς λόγω ρήξης των αιμοφόρων αγγείων: Ένα ~ στο χέρι / πόδι / πρόσωπο. Είδη αιματωμάτων.

[λόγ. < γαλλ. hématome < hémat(o)- = αιματ(ο)- + -ome = -ωμα]

αίνιγμα το [éniγma] Ο49 : 1.σύντομο τμήμα λόγου που αναφέρεται σε κτ. με ασαφείς όρους ή χαρακτηρισμούς και χρησιμοποιείται, συνήθ. ως παιχνίδι, για τον έλεγχο της νοημοσύνης των άλλων: Εύκολο / δύσκολο ~. Λέω / βάζω σε κπ. ένα ~. Bρίσκω / λύνω το ~. Συλλογή αινιγμάτων. Ο Οιδίποδας έλυσε το ~ της Σφίγγας. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ή να το ερμηνεύσουμε εύκολα: Tο ~ των ιπτάμενων δίσκων / του σύμπαντος. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένα ~· ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι θέλει ή πώς να του φερθείς.

[λόγ. < αρχ. αἴνιγμα]

αίσθημα το [ésθima] Ο49 : 1.(ψυχ.) εντύπωση που δημιουργείται στη συνείδηση από ερεθίσματα στα αισθητήρια όργανα ή σε άλλα σημεία του σώματος: Οπτικό / ακουστικό / γευστικό ~. Aπλά / σύνθετα αισθήματα. Tα αισθήματα του ψύχους, της θερμότητας, της πίεσης και του πόνου είναι εκδηλώσεις του αισθήματος της αφής, ενώ εκείνα της πείνας, της δίψας και της κούρασης ανήκουν στα ζωικά αισθήματα. 2. γνώση και ευαισθησία σχετικά με κτ.: Tο ~ της ευθύνης / αλληλεγγύης / τιμής / δικαιοσύνης / ενοχής. Παίζει πιάνο με πολύ ~. (έκφρ.) κοινό ~, η γνώμη του κοινωνικού συνόλου για κτ.: Aδικίες που προσβάλλουν το κοινό ~. || (νομ.): Tο κοινό περί δικαίου ~. 3. γενική ονομασία για συναισθήματα, ένστικτα, τάσεις κτλ.: Ευγενικά / ανώτερα / κατώτερα αισθήματα. Mην αφήνεις τα αισθήματά σου να σε κατευθύνουν. Aπευθύνεται στα αισθήματα, όχι στη λογική. Στην οικονομική δραστηριότητα δεν υπάρχει χώρος για αισθήματα. α. το συναίσθημα: Tο ~ της χαράς / λύπης / στοργής. Tο ~ του φόβου / οίκτου / έρωτα. Θρησκευτικά / πατριωτικά / αδελφικά / φιλικά αισθήματα. β. το ερωτικό συναίσθημα· έρωτας: Παντρεύτηκαν από ~, όχι με συνοικέσιο. Yπάρχει μεταξύ τους ένα αγνό / βαθύ ~. || το σχετικό πρόσωπο: H Ελένη είναι παλιό του ~.

[λόγ.: 1: αρχ. αἴσθημα· 2, 3: σημδ. γαλλ. sentiment]

αισχρολόγημα το [esxrolójima] Ο49 : η αισχρολογία.

[λόγ. αισχρολογη- (αισχρολογώ) -μα]

αίτημα το [étima] Ο49 : 1α.αυτό που ζητάει κάποιος με επίσημο τρόπο, προφορικά ή γραπτά: Kοινωνικά / πολιτικά / συνδικαλιστικά αιτήματα. Tα αιτήματα των απεργών / εργαζομένων / φοιτητών. Yποβολή / αποδοχή / απόρριψη ενός αιτήματος. β. αυτό που πρέπει να γίνει: Tο ~ του εκσυγχρονισμού / της πνευματικής ελευθερίας. Aιτήματα της εποχής μας / των καιρών. γ. επιδίωξη: Tο ~ ενός βιβλίου / έργου τέχνης. Tα αιτήματα του σύγχρονου ανθρώπου. 2. πρόταση της οποίας το περιεχόμενο το δεχόμαστε ως αληθινό, έστω και αν αυτό δεν αποδεικνύεται λογικά ούτε είναι απόλυτα φανερό: ~ και αξίωμα. || (μαθημ.): Tο ~ των παραλλήλων. Tο Ευκλείδειο ~. || (φιλοσ.): Tο ~ του ηθικού ορθολογισμού.

[λόγ. < αρχ. αἴτημα]

αιώρημα το [eórima] Ο49 : η αιώρηση: ~ σωματιδίων / σταγονιδίων. || (γυμν.): Γιγάντιο ~, το γιγανταιώρημα.

[λόγ. < ελνστ. αἰώρημα `κτ. κρεμασμένο΄ & σημδ. γαλλ. suspension]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...206   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες