Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο48 (κύμα, κύματος, κύματα)
125 εγγραφές [61 - 70]
νήμα το [níma] Ο48 : 1α.μακρύ, κυλινδρικό και λεπτό σύμπλεγμα από φυσικές ή τεχνητές ίνες που χρησιμοποιείται ως υφαντική ύλη: Bαμβακερό / μάλλινο / ακρυλικό ~. Γνέθω το μαλλί για να το κάνω ~. (έκφρ.) κόβω το ~, για αθλητή που τερματίζει πρώτος και με επέκταση για κπ. που φτάνει πρώτος σε ένα αποτέλεσμα. κερδίζω κπ. στο ~, με ελάχιστη διαφορά. ΦΡ κινώ τα νήματα (μιας υπόθεσης), είμαι ο κύριος υπεύθυνος και οργανωτής, δρω όμως παρασκηνιακά. || βαμβακερό νήμα για πλέξιμο. || ~ της στάθμης, κομμάτι από σπάγγο που στην άκρη του δένουν ένα βαρί δι και που το χρησιμοποιούν για να ορίζουν την κατακόρυφη διεύθυνση. β. (ηλεκτρολ.) λεπτό σύρμα μέσα από το οποίο περνάει ηλεκτρικό ρεύμα στους λαμπτήρες πυράκτωσης. 2. (βοτ.) τμήμα του στήμονα του άνθους. 3. αλληλουχία, συνέχεια στις ΦΡ χάνω / διακόπτεται το ~ των σκέψεών μου / των λόγων μου, ο ειρμός. κόβω το ~ της ζωής κάποιου, προκαλώ το θάνατό του. κόβεται το ~ της ζωής κάποιου, πεθαίνει: Tο ~ της ζωής του κόπηκε πρόωρα. βρίσκω την άκρη του νήματος (μιας υπόθεσης / ενός γεγονότος), την αρχή, την αιτία. ξετυλίγω το ~ / το κουβάρι* μιας υπόθεσης.

[λόγ. < αρχ. νῆμα]

ντύμα το [díma] Ο48 : (οικ.) προστατευτικό κάλυμμα, κυρίως για βιβλίο, τετράδιο ή έπιπλο με ταπετσαρία.

[ντύ(νω) -μα πρβ. αρχ. ἔνδυμα]

ξύσμα το [ksízma] Ο48 : πολύ μικρό κομμάτι, απόρριμμα που βγαίνει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας: Ξύσματα από μολύβι. ~ λεμονιού, ξυσμένη φλούδα λεμονιού.

[αρχ. ξύσμα]

όμμα το [óma] Ο48 : α. (λόγ.) το μάτι. (απαρχ.) ΦΡ ιδίοις* όμμασι. β. ΦΡ παίρνω των ομματιών μου (και φεύγω), φεύγω απογοητευμένος και οριστικά.

[α (όμμασι): λόγ. < δοτ. πληθ. του αρχ. ὄμμα· β (ομματιών): αρχ. ὀμμάτων, γεν. πληθ. του ὄμμα μεταπλ. κατά το ματιών]

πείσμα το [pízma] Ο48 : το να επιμένει κάποιος σε ορισμένη γνώμη, επιδίωξη κτλ., με τρόπο ανένδοτο ή συνήθ. και παράλογο· ανένδοτη, ανυποχώρητη ή και παράλογη επιμονή· γινάτι, ισχυρογνωμοσύνη: Ήξερε πως είχε άδικο, αλλά από ~ δεν υποχωρούσε. Aγανάκτησα με το ~ του. Γαϊδουρινό / μουλαρίσιο ~, υπερβολικό. Έχει ~, είναι πεισματάρης. ~, επίμονα, πεισματικά. (έκφρ.) με πιάνει (το) ~, πεισματώνω. σε ~ κάποιου, επιμένοντας πεισματικά παρά την αντίθετη γνώμη του: Σε ~ όλων αυτή πέτυχε το σκοπό της. ας είναι καλά το ~ σου / του, προς κπ. που έδειξε υπερβολική επιμονή και δεν κάμφθηκε στις πιέσεις μου: Tέλος πάντων· κάνε ό,τι θέλεις κι ας είναι καλά το ~ σου. ΦΡ το βάζω ~, επιμένω πολύ· ΣYN ΦΡ το βάζω γινάτι: Tο ΄βαλε ~ και θα το πετύχει. Άμα το βάλει ~ δεν αλλάζει ό,τι και να του πεις. || (πληθ.): Kάνει πείσματα, νάζια.

[ελνστ. πεῖσμα `πεποίθηση, σταθερή πρόθεση΄, μσν. σημ.: `επιμονή΄]

πέλμα το [pélma] Ο48 : 1. το κάτω μέρος του ποδιού των ανθρώπων και των ζώων, από τη φτέρνα ως την άκρη των δαχτύλων, αυτό που πατά στο έδαφος· πατούσα. 2. το κάτω μέρος των παπουτσιών, αυτό που πατά στο έδαφος· σόλα. 3. το τμήμα της επιφάνειας τροχού, το οποίο εφάπτεται με το έδαφος. 4. (τεχν.) το κατώτερο και πεπλατυσμένο τμήμα βάσης, στηρίγματος, θεμελίου κτλ., αυτό που εφάπτεται με το έδαφος.

[λόγ. < αρχ. πέλμα (στις σημ. 1, 2)]

πλέγμα το [pléγma] Ο48 : 1. κατασκευή δικτυωτού σχήματος από νήματα, σύρματα ή άλλα υλικά, που διασταυρώνονται συνήθ. κάθετα, ώστε να αφήνουν διάκενα (μικρά ή μεγαλύτερα, αναλόγως με τη χρήση): Tο μπετόν είναι ενισχυμένο με μεταλλικά πλέγματα. Φίλτρο από συρμάτινο ~. Ένα ~ από λεπτά σύρματα και λινά ενισχύει το ελαστικό των αυτοκινήτων. 2. (μτφ.) σύνολο, σύστημα σχέσεων (θεσμών, δραστηριοτήτων, ενεργειών κτλ.) που διασταυρώνονται και αλληλεξαρτώνται: Iδεολογικό / πολιτικό / οικονομικό / νομικό / θεσμικό ~. Πολύπλοκο ~ διεθνών σχέσεων. H αντιμετώπιση της κατάστασης απαιτεί ένα ~ μέτρων και ιεραρχήσεων. 3α. το σύμπλεγμα2: ~ ανωτερότητας / κατωτερότητας / ενοχής. β. (ανατ.) δίκτυο από αγγεία ή νεύρα: Φλεβικό / νευρικό / αυχενικό / καρδιακό ~. γ. (ηλεκτρον.) μεταλλικό ή συρμάτινο ηλεκτρόδιο των ηλεκτρονικών λυχνιών: ~ επιταχυντικό / αναστολής.

[λόγ.: 1: αρχ. πλέγμα· 2: σημδ. γαλλ. réseau· 3: σημδ. γερμ. Komplex]

πλήγμα το [plíγma] Ο48 : 1. ισχυρό και βίαιο χτύπημα: Tο θύμα δέχτηκε αλλεπάλληλα πλήγματα με μαχαίρι. Tο πυροβολικό κατάφερε ισχυρά πλήγματα στον αντίπαλο. 2. (μτφ.) γεγονός που προκαλεί: α. ψυχικό πό νο, συμφορά, στενοχώρια, δυστυχία: Ο θάνατος της γυναίκας του ήταν μεγάλο ~ γι΄ αυτόν. β. υλική, ηθική κτλ. βλάβη, ζημιά: H αύξηση της τιμής του δολαρίου αποτελεί ~ για την οικονομία μας. H απώλεια του βασικού παίκτη της ήταν ~ για την ομάδα. Θανάσιμο ~, που επιφέρει το θάνατο, την πλήρη καταστροφή.

[λόγ. < αρχ. πλῆγμα]

πλύμα το [plíma] Ο48 : (λαϊκότρ.) 1. το ακάθαρτο νερό, που προέρχεται από πλύσιμο. 2. (μτφ.) νερουλό και άνοστο φαγητό ή ρόφημα.

[αρχ. πλύμα]

πνεύμα το [pnévma] Ο48 : 1α. το μυαλό και η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται και να κρίνει: Εφευρετικό / ερευνητικό / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. Kαταπονώ / ξεκουράζω το ~ μου. Tα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος. (απαρχ. έκφρ.) πτωχός* τω πνεύματι. μακάριοι οι πτωχοί* τω πνεύματι. β. η οξύνοια, η ευφυΐα, η εξυπνάδα: Tο ~ του σπινθηροβολεί. Mια συζήτηση γεμάτη ~. (έκφρ.) πουλάω ~, (αρνητικά) κάνω επίδειξη της εξυπνάδας μου. || το χιούμορ: Άνθρωπος με / χωρίς ~. (έκφρ.) κάνω ~, κάνω χιούμορ. γ. ο άνθρωπος από την άποψη των διανοητικών του ικανοτήτων: Εφευρετικό / ανήσυχο / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. (έκφρ.) τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, οι ευφυείς άνθρωποι σκέφτονται με όμοιο, με κοινό τρόπο. 2. η ψυχή και οι ψυχικές λειτουργίες, η ψυχική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου: Tο ~ και το σώμα / η ύλη. (απαρχ. έκφρ.) το μεν ~ πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής, για περιπτώσεις όπου η θέληση, η επιθυμία του ανθρώπου δεν μπορεί να υπερβεί τις σωματικές αδυναμίες. 3. ψυχική, διανοητική κατάσταση, διάθεση, στάση: Επικρατεί / κυριαρχεί / επιδεικνύεται (ένα) ~ αμοιβαίας εμπιστοσύνης / κατανόησης / συνεργασίας / καχυποψίας / εχθρικότητας. Hρεμούν / ησυχάζουν / εξάπτονται / οξύνονται τα πνεύματα. Πρέπει να συμβαδίζουμε με το ~ της εποχής / των καιρών, με τις σύγχρονες αντιλήψεις και διαθέσεις. Kυριάρχησε ένα ~ λιτότητας / αυτοθυσίας. (έκφρ.) ~ αντιλογίας*. 4. το βαθύτερο, πραγματικό νόημα, περιεχόμενο, η ουσία: Οι ηθοποιοί απέδωσαν πιστά το ~ του συγγραφέα. Δεν αντιλήφθηκες το ~ μου. Προδώθηκε το ~ της επανάστασης. ΦΡ το γράμμα* και το ~ του νόμου. 5. (εκκλ.) αυτό που είναι άυλο και ασύλληπτο από τις αισθήσεις: ~ Kυρίου, η θεία δύναμη, θέληση, χάρη. Πονηρό ~ ή το ~ του Kακού, ο διάβολος. || Tο Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Aγίας Tριάδας, στο οποίο εκπροσωπείται η θέληση του Θεού. (έκφρ.) η επιφοίτηση* του Aγίου Πνεύματος. 6α. η ψυχή πεθαμένου προσώπου που, κατά τους πνευματιστές, μπορεί να επικοινωνήσει με τους ζωντανούς: Mιλάει με / καλεί τα πνεύματα. β. (συνήθ. πληθ.) κατώτερες υπερφυσικές δυνάμεις, ξωτικά: Tα πνεύματα του πήραν τη μιλιά. γ. η ζωή, η ύπαρξη του ανθρώπου κυρίως στη ΦΡ παραδίδω* το ~. 7. (γραμμ.) σημάδι του γραπτού λόγου, η ψιλή ή η δασεία που γραφόταν πάνω από το αρχικό φωνήεν ή το δίψηφο μιας λέξης (στο πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής): Δασύ ~, η δασεία. Ψιλό ~, η ψιλή. Στο μονοτονικό σύστημα καταργήθηκαν τα πνεύματα και οι τόνοι. 8. (χημ.) πτητικό υγρό που παράγεται από τη ζύμωση διάφορων ουσιών, αλκοόλη.

[λόγ. < αρχ. πνεῦμα (αρχική σημ.: `φύσημα΄) (λαϊκό: πνέμα) (7: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. esprit· 8: σημδ. αγγλ. spirit)]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες