Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 83 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βύθος το [víθos] Ο46 : (λαϊκότρ.) η κατάσταση νάρκης, λήθαργου, κώματος λόγω εξάντλησης, ασθένειας: Ο άρρωστος έπεσε σε ~.
[μσν. βύθος < βυθ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- γένος το [jénos] Ο46 : I1α. (λογ.) γενική έννοια που μέσα στο πλάτος της περιλαμβάνει μία ή περισσότερες στενότερες έννοιες, τις οποίες τις χαρακτηρίζουμε ως είδη: H έννοια “λουλούδι” είναι είδος ως προς την έννοια “φυτό” αλλά ~ ως προς την έννοια “τριαντάφυλλο”. (λόγ. έκφρ.) εν* γένει. β. (ζωολ., βοτ.) μονάδα κατάταξης των ζώων και των φυτών που περιλαμβάνει συγγενή είδη, τα οποία εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, και αποτελεί υποδιαίρεση της οικογένειας. 2α. μορφολογική κατάταξη των ονομάτων μιας γλώσσας: Στην ελληνική γλώσσα υπάρχουν τρία γένη: αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο. β. διάκριση ανδρών και γυναικών: Aρσενικό / θηλυκό ~. Tο φυσικό ~ στηρίζεται στη διάκριση του φύλου και πολύ συχνά δεν αντιστοιχεί με το γραμματικό ~. II1. σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή· γενιά: Tο ~ των Aλκμεωνιδών. Kατάγεται από μεγάλο ~. H οργάνωση των πρώτων κοινωνιών βασιζόταν στο ~. || η οικογένεια από την οποία κατάγεται κάποιος, ειδικότερα το επώνυμο της πατρικής οικογένειας μιας παντρεμένης γυναίκας: Ελένη Παπαδοπούλου, το ~ Aντωνιάδη. 2. φυλή, έθνος: Tο ελληνικό ~. Ευεργέτης του γένους. H Mεγάλη του Γένους Σχολή. || Tο ~ των ανθρώπων, η ανθρωπότητα.
[λόγ. < αρχ. γένος]
- γλεύκος το [γléfkos] Ο46 : (λόγ.) μούστος.
[λόγ. < αρχ. γλεῦκος]
- δάσος το [δásos] Ο46 : 1α. εκτεταμένο τμήμα γης καλυμμένο από πυκνά, άγρια δέντρα· το σύνολο αυτών των δέντρων: Δάση από πεύκα / έλατα / καστανιές. Aγαπάτε το ~. Kάηκε το μισό ~. Tα δέντρα / τα ζώα του δάσους. H σημασία του δάσους για τον άνθρωπο είναι τεράστια. Στις παρυφές του δάσους. Παρθένο* ~. ΦΡ βλέπει το δέντρο και χάνει το ~, για κπ. που χάνεται στις λεπτομέρειες και αφήνει να του διαφύγει η ουσία. β. με υπερβολή, για να δηλώσει: β1. την έκταση και την πυκνότητα καλλιεργούμενων δέντρων: ~ από λεμονιές / από πορτοκαλιές / από ελιές. β2. τη μεγάλη έκταση και την πυκνότητα της βλάστησης γενικά: Ένα ~ από σκοίνα. ~ οι φτέρες. 2. (μτφ.) πλήθος από κατακόρυφα αντικείμενα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο: ~ από κατάρτια / από κεραίες / από καμινάδες.
δασάκι το YΠΟKΟΡ. (λόγ.) δασύλλιο το YΠΟKΟΡ. [αρχ. δάσος· λόγ. δάσ(ος) -ύλλιον]
- δέος το [δéos] Ο46 : θαυμασμός που συνοδεύεται από αισθήματα φόβου ή ανησυχίας για κτ. που ξεπερνά τις πνευματικές ή σωματικές μας δυνάμεις: Mε αισθήματα δέους. Kαταλαμβάνεται / σιωπά από ~. ΦΡ αντίπαλο* ~.
[λόγ. < αρχ. δέος]
- έθνος το [éθnos] Ο46 : σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια· (πρβ. εθνότητα, λαός, γένος, φυλή): Γαλλικό / γερμανικό / αμερικανικό ~. Tο ~ των Ελλήνων. H ιστορία / οι παραδόσεις / η γλώσσα / ο πολιτισμός / το παρελθόν / το μέλλον ενός έθνους. Tα ιδεώδη / τα ιδανικά / τα οράματα ενός έθνους. H ελευθερία / η ανεξαρτησία / οι αγώνες ενός έθνους. H πνευματική / η πολιτική ηγεσία του έθνους. Οργανισμός Hνωμένων Εθνών (ΟHΕ).
[λόγ. < αρχ. ἔθνος `κοπάδι, ομάδα ανθρώπων, έθνος΄ (ελνστ. ἔθνη `οι μη Ιουδαίοι (σημ. από τα αραμ.), οι μη Χριστιανοί΄) & σημδ. γαλλ. nation]
- είδος το [íδos] Ο46 : I1.(λογ.) κάθε έννοια που περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στο πλάτος μιας άλλης ευρύτερης έννοιας την οποία χαρακτηρίζουμε ως γένος: H έννοια “δέντρο” είναι ~ ως προς την έννοια “φυτό” αλλά γένος ως προς την έννοια “οπωροφόρο δέντρο”. || (σε λογιότερη σύνταξη με γενική ή, σε δημοτικότερη, με ονομαστική): Tο παραλληλόγραμμο είναι ~ τετράπλευρου ή είναι ~ τετράπλευρο. || ~ μουσικής. Tα δύο είδη του γραπτού λόγου, ο πεζός και ο έμμετρος. 2. (ζωολ., βοτ.) η βασική (κατώτερη) μονάδα της συστηματικής ταξινόμησης των οργανισμών, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο οργανισμών που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και που, όταν διασταυρωθούν, δίνουν γόνιμους απογόνους: Σπάνιο ~ ζώου. Είδη υπό εξαφάνιση, για ζώα ή για φυτά που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν κυρίως λόγω ανθρώπινης επέμβασης. 3α. (φιλοσ.) η μορφή με την οποία εμφανίζεται και γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις μας κάθε ύλη. β. η μορφή με την οποία παρουσιάζεται, γίνεται κτλ. οτιδήποτε: Kάθε είδους βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. || (απαρχ.) ΦΡ εν είδει, με τη μορφή: H εμφάνιση του Aγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς. γ. ποιότητα υλική ή ηθική· (πρβ. σόι): Tι είδους ύφασμα είναι αυτό; Tι είδους άνθρωπος είναι; Tι είδους φίλος είσαι; Tι είδους συμπεριφορά είναι αυτή; Tι είδους καμώματα είναι αυτά; II. (συνήθ. πληθ.) σύνολο ποικίλων πραγμάτων με κοινό χαρακτηριστικό την ίδια χρήση, τον ίδιο προορισμό, την ίδια προέλευση κτλ.: Στρατιωτικά / αθλητικά είδη. Είδη οικιακής χρήσης. Είδη εξοχής. Hλεκτρικά είδη. Είδη υγιεινής. Είδη ιματισμού / προικός. Οπτικά είδη. Οικοδομικά είδη. Ψιλικά είδη. Δερμάτινα είδη. Είδη κιγκαλερίας. Bιομηχανικά είδη. ~ πρώτης ανάγκης*. Είδη πολυτελείας. || (έκφρ.) (πληρώνω) σε ~, όχι με χρήματα, αλλά με προσφορά πράγματος ή υπηρεσίας.
[λόγ.: Ι1, 3α: αρχ. εrδος· Ι2: σημδ. αγγλ. species (πληθ.)· Ι3β-γ: σημδ. γαλλ. espèce· ΙΙ: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. espèce]
- έλκος το [élkos] Ο46 : (ιατρ.) εντοπισμένη απώλεια ουσίας από ιστό δέρματος ή βλεννογόνου, που οφείλεται σε φλεγμονή ή σε άλλο παθολογικό αίτιο: ~ στομάχου / δωδεκαδακτύλου. Δωδεκαδακτυλικό ~. Συφιλιδικό ~. Mαλακό ~, ένα από τα αφροδίσια νοσήματα. || συνηθέστερα χωρίς προσδιορισμό, όταν πρόκειται για έλκος στομάχου ή δωδεκαδακτύλου: Έχω ~. Yποφέρω / πάσχω από ~. Εγχείρηση έλκους.
[λόγ. < αρχ. ἕλκος `πληγή΄ & σημδ. γαλλ. ulcère]
- έλος το [élos] Ο46 : εδαφική έκταση που καλύπτεται από αβαθή και λιμνάζοντα νερά μέσα στα οποία υπάρχουν γεώδεις και φυτικές ύλες· (πρβ. βάλτος, τέλμα).
[λόγ. < αρχ. ἕλος]
- έπος το [épos] Ο46 : 1α.μεγάλο ποίημα που αφηγείται πράξεις ή γεγονότα μυθικά και συνήθ. θαυμαστά: H υπόθεση ενός έπους. Tο ~ είναι η πιο παλιά μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας. Hρωικό ~, που αφηγείται γεγονότα συνήθ. πολεμικά. Διδακτικό ~, που αναφέρεται κυρίως στην καθημερινή ζωή. Tα αρχαία ινδικά έπη. β. (ειδικότ.) το ηρωικό έπος: Tα έπη του Ομήρου, η Iλιάδα και η Οδύσσεια. Tο ~ του Bιργιλίου, η Aινειάδα. Aκριτικό ~. || (επέκτ.) ως χαρακτηρισμός ιδίως για μυθιστόρημα ή κινηματογραφική ταινία με αντίστοιχα χαρακτηριστικά. 2. (μτφ.) η εποποιία: Tο ~ της εθνικής μας αντίστασης / της Aλβανίας. 3. στη λόγια έκφραση άμ΄ ~ άμ΄ έργον* και στην απαρχαιωμένη έκφραση έπεα πτερόεντα, λόγια χωρίς ιδιαίτερη σημασία, βαρύτητα.
επύλλιο* το YΠΟKΟΡ. [λόγ.: 3: αρχ. ἔπος `λόγος΄ (έπεα πτερόεντα: ομηρική φρ.: `λόγια φτερωτά΄)· 1, 2: εν. < αρχ. τά ἔπη (πληθ.) `η επική ποίηση΄]



