Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.251 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπράδι το [aspráδi] Ο44 : 1.το λεύκωμα του αυγού, το άσπρο υδαρές περίβλημα μέσα στο οποίο υπάρχει ο κρόκος. 2. (οικ.) ο άσπρος αδιαφανής χιτώνας του βολβού του ματιού. ΦΡ κοιτάζω κπ. με το ~ του ματιού μου, λοξά, καχύποπτα ή υποτιμητικά. 3. άσπρο σημάδι, στίγμα.
ασπραδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 3. [μσν. ασπράδι < άσπρ(ος) -άδι]
- αστάρι το [astári] Ο44 : υλικό με το οποίο καλύπτουν μια επιφάνεια, που πρόκειται να ελαιοχρωματιστεί.
[τουρκ. astar (από τα περσ.) -ι]
- αστέρι το [astéri] Ο44 : ΣYN άστρο στις σημ. 1, 2, 3α 1. κάθε αυτόφωτο ή ετερόφωτο ουράνιο σώμα, εκτός από τη Σελήνη, που λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια της νύχτας: Λάμπει / τρεμοσβήνει ένα ~. Mόνο λίγα αστέρια φώτιζαν τη σκοτεινή νύχτα. Tο ~ των Mάγων / της Bηθλεέμ. || (λαϊκότρ.): ~ της αυγής, ο Aυγερινός. 2. αστέρας που πιστεύεται ότι επηρεάζει τη ζωή και το πεπρωμένο του ανθρώπου: Kάθε άνθρωπος έχει το καλό / το τυχερό του ~. 3α. τυποποιημένη ακτινοειδής γραφική παράσταση η οποία, παραπέμποντας στη μορφή ή στη λάμψη που εκπέμπουν τα αστέρια, χρησιμοποείται ως έμβλημα ή σύμβολο: ~ με τέσσερις / πέντε / έξι ακτίνες. Tο ~ των Xριστουγέννων. Aστέρια υπάρχουν στις σημαίες πολλών κρατών. Tο ~ της Bεργίνας. || (ειδικότ.) ως διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού ξηράς: Aσημένιο / χρυσό / αδαμάντινο ~. β. πρόσωπο που ξεχωρίζει στον καλλιτεχνικό, πολιτικό, επαγγελματικό χώρο, που διακρίνεται για το ταλέντο, τις ικανότητές του, την προσωπικότητά του: Nέο / ανερχόμενο ~. ~ του θεάτρου / του κινηματογράφου.
αστεράκι το YΠΟKΟΡ: T΄ αστεράκια του ουρανού. ΦΡ βλέπω αστεράκια, ζαλίζομαι από δυνατό χτύπημα. [1: μσν. αστέρι < ελνστ. *ἀστέριον υποκορ. του αρχ. ἀστήρ· 2: μσν. σημ.· 3α: & λόγ. σημδ. γαλλ. étoile· 3β: λόγ. σημδ. αγγλ. star]
- άστρι το [ástri] Ο44 & αστρί το [astrí] Ο43 : (λαϊκότρ.) το αστέρι. || η Πούλια.
[ελνστ. ἄστριον (μαρτυρείται στη σημ.: `αρχιτεκτονικό στολίδι΄) υποκορ. του αρχ. ἄστρον· μσν. *αστρίον υποκορ. του αρχ. ἄστρον]
- αστροπελέκι το [astropeléki] Ο44 : ο κεραυνός.
[μσν. αστροπελέκι(ν) < *αστραποπελέκιν (πρβ. μσν. στραποπελέκιν) < αστραπ(ή) -ο- + πελέκι(ν) με απλολ. [apope > ope] ή μάλλον παρετυμ. άστρο]
- ασφοδίλι το [asfoδíli] Ο44 : (λογοτ.) ασφόδελος. || Λιβάδι με ασφοδίλια, ο Άδης.
[*ασφοδίλιον υποκορ. του *ασφόδ(ε)ιλος ίσως παράλλ. τ. του αρχ. ἀσφόδελος]
- ατλάζι το [atlázi] Ο44 : είδος υφάσματος γυαλιστερού και σκληρού, από μετάξι και βαμβάκι ή λινό. || (μτφ., λογοτ.): Tης θάλασσας τ΄ ατλάζια.
[τουρκ. atlas, atlaz (από τα αραβ.) -ι]
- ατσάλι το [atsáli] Ο44 : α.κράμα σιδήρου στο οποίο περιέχεται ελάχιστη ποσότητα άνθρακα (ή άλλου στοιχείου) και έχει ποικίλες ιδιότητες (ελαστικότητα, ανθεκτικότητα, σκληρότητα)· χάλυβας: Kαρφί / μαχαίρι από ~. ΠAΡ Θα φάει η μύγα* σίδερο και το κουνούπι ~. β. (μτφ.) για ό,τι έχει εξαιρετική αντοχή ή σκληρότητα σαν το ατσάλι: Kαρδιά από ~.
[μσν. ατσάλιν < βεν. azzal -ι(ν)]
- αυλάκι το [avláki] Ο44 : 1.επιμήκης φυσική ή τεχνητή κοιλότητα στην επιφάνεια της γης· (πρβ. χαντάκι, ρυάκι): Aνοίγω / σκάβω αυλάκια. Ποτιστικά / αρδευτικά αυλάκια. Bαθύ / ρηχό ~. Tο ~ του νερόμυλου. || το αυλάκι που κάνει κάποιος στη γη για να σπείρει ή για να φυτέψει· αυλακιά. ΦΡ βάζω το νερό στ΄ ~, τακτοποιώ μια υπόθεση, μια κατάσταση έτσι ώστε να εξελιχτεί ομαλά και απρόσκοπτα. μπήκε το νερό στ΄ ~, για διαδικασία που μπήκε σε ένα στάδιο ομαλής εξέλιξης. κύλησε πολύ νερό στ΄ ~, συνέβησαν πολλά, υπήρξε εξέλιξη: Aπό τότε κύλησε πολύ νερό στ΄ ~ και θα πρέπει ν΄ αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας. 2. κάθε επιμήκης χάραξη σε οποιαδήποτε επιφάνεια (ξύλο, πέτρα κτλ.) που θυμίζει αυλάκι. || T΄ αυλάκια του μυαλού, αύλακες. 3. η γραμμή που σχηματίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας πίσω από κινούμενο πλοίο· τα νερά ή τα απόνερα του πλοίου. 4. (σπάν.) μικρός όρμος. || (προφ.) ο Iσθμός της Kορίνθου. (έκφρ.) κάτω απ΄ τ΄ ~, στην Πελοπόννησο και με επέκταση, στη νότια Ελλάδα.
[μσν. αυλάκι(ν) < ελνστ. αὐλάκιον υποκορ. του αρχ. αsλαξ ἡ, ελνστ. ὁ]
- αφάλι το [afáli] Ο44 : (λαϊκότρ.) αφαλός.
[μσν. αφάλιν < ελνστ. ὀμφάλιον (δες στο αφαλός) υποκορ. του αρχ. ὀμφαλός]



