Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο44 (τραγούδι, τραγουδιού, τραγούδια)
1.251 εγγραφές [71 - 80]
αρματολίκι το [armatolíki] Ο44 : 1.περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδας που, στον καιρό της Tουρκοκρατίας, ανέθεταν στους αρματολούς τη φύλαξή της από τους ληστές: Tο ~ των Aγράφων / του Kατσαντώνη. 2. οι αρματολοί: H κλεφτουριά και το ~.

[αρματολ(ός) -ίκι 2]

αρμίθι το [armíθi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η αρμιθιά· ορμίδι.

[< αρμίδι (τροπή [δ > θ] ;)]

αρμυρίκι το [armiríki] & αλμυρίκι το [almiríki] Ο44 : κοινή ονομασία για διάφορα φυτά που ευδοκιμούν κοντά στη θάλασσα.

[ίσως αρχ. μυρίκη παρετυμ. αρμυριά και τροπή σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ.· λόγ. επίδρ. στο αρμυρίκι]

αρπάγι το [arpáji] Ο44 : 1.αρπάγη, γάντζος. 2. αλιευτικό εργαλείο· απόχη.

[ελνστ. ἁρπάγιον (μαρτυρείται στη σημ.: `κλεψύδρα΄, “που αρπάζει το νερό”)]

αρχίδι το [arxíδi] Ο44 : 1.(χυδ.) καθένας από τους δύο όρχεις. ΦΡ στ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε αδιαφορία και περιφρόνηση για κπ. ή για κτ. δεν έχει αρχίδια, δεν είναι άντρας, δεν έχει προσωπικότητα. έχει αρχίδια / με αρχίδια, είναι σπουδαίος. παίρνω τ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε ότι ενώ περιμέναμε να γίνει κτ. αυτό δεν έγινε. μου ΄πρηξε* τ΄ αρχίδια. ξύνω* τ΄ αρχίδια μου. καλώς τ΄ αρχίδια μας (τα δυο), για να δηλώσουμε ότι δε μας δημιουργεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση η άφιξη κάποιου. || Aρχίδια, ως απάντηση σε ερώτηση, για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν έγινε, αποκλείεται να έγινε ή να ισχύει: Tην τέλειωσες τη δουλειά στην εφορία; - Aρχίδια. 2. (μτφ., υβρ.) για άνθρωπο τιποτένιο, επικίνδυνο κτλ.: Aυτός είναι μεγάλο ~.

[μσν. αρχίδι < ελνστ. ὀρχίδιον (υποκορ. του αρχ. ὄρχις ὁ) με τροπή [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-orxi > enarxi > en-arxi] ]

αρχονταρίκι το [arxondaríki] Ο44 : ξενώνας μοναστηριού.

[μσν. αρχονταρίκι < αρχοντάρ(ης) -ίκι 2]

ασβέστι το [azvésti] Ο44 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ασβέστης.

[μσν. ασβέστιν < ελνστ. ἀσβέστιον υποκορ. του ελνστ. ἄσβεστος ἡ, αρχ. σημ.: `άσβηστος΄]

ασήμι το [asími] Ο44 : πολύτιμο μέταλλο με λευκό χρώμα, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κοσμηματοποιία· άργυρος: Σκεύη / κοσμήματα από ~. Σαν ~, για κτ. που είναι άσπρο και γυαλιστερό.

[μσν. ασήμι < ελνστ. ἀσήμι(ο)ν υποκορ. του ἄσημον `ασήμι΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἄσημος (δες λ., ενν. ἄργυρος) δηλ. ασήμι ασφράγιστο, που δεν έχει χτυπηθεί σε μορφή νομίσματος]

ασκέρι το [askéri] Ο44 : 1.(παρωχ.) τμήμα στρατού. 2. (οικ.) όχλος, συρφετός. || (ειρ.) πολυμελής ομάδα ή οικογένεια: Πλάκωσε τ΄ ~.

[τουρκ. asker ]

ασκημάδι το [askimáδi] Ο44 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ελάττωμα.

[άσκημ(ος) -άδι]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες