Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο43 (παιδί, παιδιού, παιδιά)
153 εγγραφές [11 - 20]
γαζί το [γazí] Ο43 : 1. πυκνό και στερεό ράψιμο που γίνεται κυρίως με τη ραπτομηχανή, αλλά και με το χέρι, χωρίς να αφήνονται κενά διαστήματα: Πυκνό / αραιό / ψιλό / χοντρό ~. Εσωτερικά / εξωτερικά γαζιά. Θα το κάνω ~, θα το γαζώσω. Έκανα δύο γαζιά, το γάζωσα σε δύο μεριές. ΦΡ (δουλεύω κπ.) ψιλό ~, κοροϊδεύω κπ. τόσο έξυπνα που δεν το καταλαβαίνει. 2. στο κέντημα, είδος βελονιάς που μοιάζει με το γαζί της μηχανής.

[αραβ. kazzy `μεταξωτός΄ (κέντημα με μεταξωτή κλωστή), [k > γ] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια αλλαγή (πρβ. καρίδα > γαρίδα)]

γατί το [γatí] Ο43 : 1. μικρή γάτα. 2. το μικρό της γάτας. 3. γάτα. γατάκι το YΠΟKΟΡ. γατούλι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. γατί, υποκορ. της λ. γάτ(α) -ί(ον)· γατ(ί) -ούλι]

γιαπί το [japí] Ο43 : οικοδομή που βρίσκεται στο στάδιο του σκελετού και με επέκταση στην οποία δεν έχουν τελειώσει οι εργασίες ανέγερσης ή επισκευής: Έμεινε ~. Δεν μπορούμε να μετακομίσουμε· το σπίτι είναι ακόμα ~. Mετά το σεισμό το κέντρο της πόλης έμοιαζε με τεράστιο ~.

[τουρκ. yapι `κτίριο΄]

γιασεμί το [jasemí] Ο43 : θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά άσπρα ή κίτρινα ευωδιαστά λουλούδια: Διπλό ~. Xιώτικο ~. || το λουλούδι του παραπάνω φυτού. γιασεμάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. yasemin (από τα περσ.) με αποβ. του τελ. συμφ. (πρβ. ελνστ. ἰάσμη από τα περσ.)]

γουδί το [γuδí] Ο43 : ξύλινο, μεταλλικό ή μαρμάρινο κοίλο σκεύος στο οποίο τρίβουν και κοπανίζουν με το γουδοχέρι διάφορα υλικά, κυρίως καρυκεύματα: ~ του φαρμακείου. ΦΡ το ~, το γουδοχέρι (και τον κόπανο στο χέρι)· ΣYN έκφρ. τα ίδια και τα ίδια, για κπ. που επαναλαμβάνει συνεχώς και επίμονα τα ίδια λόγια, τις ίδιες ενέργειες κτλ.

[μσν. γδι(ν) με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] (;) < μσν. ιγδίον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του αρχ. ἴγδ(ις) -ίον]

γουλί το [γulí] Ο43 : ο τρυφερός βλαστός του λάχανου. || σφαιρική υπόγεια ρίζα φυτού: Tο ~ από το σέλινο. || (ως επίρρ.) για κεφάλι φαλακρό ή υπερβολικά κουρεμένο: Tον κούρεψαν ~. ~ έμεινε. Ξύρισε ~ το κεφάλι του.

[μσν. γουλίν < *γλιν με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] < *αγλίον υποκορ. του αρχ. ἡ ἄγλ(ις) `σκελίδα σκόρδο΄ -ίον]

γυαλί το [jalí] Ο43 : I1. στερεό, διάφανο σώμα, σκληρό και εύθραυστο, που κατασκευάζεται από σύντηξη ειδικής άμμου, σόδας και μαρμάρου: Επεξεργασία γυαλιού. Kανάτι από άθραυστο ~. Φυσητό ~, ειδική τεχνική για την κατασκευή μονοκόμματων μπουκαλιών. || θραύσμα γυαλιού: Έτρεχε ξυπόλυτος και πάτησε γυαλιά. (έκφρ.) αν ραγίσει* το ~. ΦΡ τα κάνω γυαλιά καρφιά, για πρόκληση σοβαρής συνήθ. ζημιάς, αναστάτωσης· ΣYN ΦΡ τα κάνω λίμπα. 2. (λαϊκότρ.) αντικείμενο κατασκευασμένο από γυαλί. α. το γυαλί της λάμπας (κυρίως πετρελαίου). β. (ναυτ.) βυθοσκόπιο. γ. ποτήρι, μποτίλια: Ρίξε στο ~ φαρμάκι… δ. τηλεόραση. 3. (μτφ.) για να χαρακτηρίσει κτ. λείο και στιλπνό: Έκανε το πάτωμα ~, το καθάρισε πάρα πολύ, το ΄κανε αστραφτερό. ~ είναι σήμερα η θάλασσα, για μεγάλη γαλήνη και ηρεμία. II. τα γυαλιά & (οικ.) το γυαλί, ζευγάρι από ειδικούς φακούς που είναι προσαρμοσμένοι σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών: Γυαλιά μυωπίας / ηλίου. Έβαλε γυαλιά πολύ μικρός (ενν. διορθωτικά). Γυαλιά με χρυσό σκελετό. Φορούσε σκούρα / μαύρα γυαλιά, με σκούρα κρύσταλλα. Ξέχασα τα γυαλιά μου. Mπράβο, ωραίο ~. ΦΡ βάζω / φορώ τα γυαλιά σε κπ., φαίνομαι εξυπνότερος, ανώτερός του. γυαλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1, II. γυαλάκια τα YΠΟKΟΡ στη σημ. II και είδος γλυκίσματος.

[μσν. γυαλίν < υποκορ. του αρχ. ἡ ὕαλ(ος) -ίον ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]

δαδί το [δaδí] Ο43 : κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, το οποίο χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.

[μσν. δαδίν < αρχ. δᾳδίον, υποκορ. της λ. δᾴς (δες δάδα)]

δαμασκί το [δamaskí] Ο43 : 1. το δαμασκηνί χρώμα. 2. μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου.

[μσν. δαμασκί < τοπων. Δαμασκ(ός) -ί (δες στο -ής, -ιά, -ί)]

δαυλί το [δavlí] Ο43 : αναμμένο ή μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για θέρμανση ή για μαγείρεμα.

[μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -ί(ο)ν]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες