Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο42 (βούτυρο, βούτυρου / βουτύρου, βούτυρα)
337 εγγραφές [231 - 240]
πρεβαντόριο το [prevantório] Ο42 : (παρωχ.) αναρρωτήριο όπου νοσηλεύονταν προληπτικά ασθενείς (ιδ. παιδιά) με προδιάθεση για φυματίωση.

[λόγ. < γαλλ. préventori(um) -ον κατά το σανατόριο]

πρεσβυτέριο το [prezvitério] Ο42 : 1. το χριστιανικό ιερατείο. 2. η κατοικία του ιερέα (στους καθολικούς). 3. (παλαιότ.) ιερατικό συμβούλιο των Iουδαίων.

[λόγ.: 1, 3: ελνστ. πρεσβυτέριον `συμβούλιο των γερόντων (της αποστολικής εκκλησίας)΄· 2: σημδ. γαλλ. presbytère (< υστλατ. presbyterium < ελνστ. πρεσβυτέριον)]

πριονιστήριο το [prionistírio] Ο42 : 1. εργαστήριο με μηχανικά πριόνια: Οι κορμοί των δέντρων κόβονται στο ~ και γίνονται καδρόνια ή σανίδες. 2. η πριονοκορδέλα.

[λόγ. πριονισ- (πριονίζω) -τήριον]

προαύλιο το [proávlio] Ο42 : ο ακάλυπτος, συνήθ. περιφραγμένος χώρος ενός δημόσιου κτιρίου· (πρβ. αυλή): Tο ~ του σχολείου / της φυλακής / της εκκλησίας.

[λόγ. < ελνστ. προαύλιον (διαφ. το αρχ. προαύλιον `πρελούδιο με αυλό΄)]

πρόβατο το [próvato] Ο42 θηλ. προβατίνα [provatína] Ο26 : 1. ζώο τετράποδο, θηλαστικό, μηρυκαστικό με πυκνό και σγουρό τρίχωμα· αρνί: Bόσκω / φυλάω / κουρεύω / σφάζω τα πρόβατα. Ένα κοπάδι πρόβατα. Tο ~ εκτρέφεται για το κρέας, το γάλα και το μαλλί του. Πάνε όλοι μαζί σαν (τα) πρόβατα. (έκφρ.) χωρίζω τα πρόβατα από τα ερίφια, ξεχωρίζω τους καλούς από τους κακούς ανθρώπους. μαύρο ~, για κπ. που διαφέρει από το σύνολο στο οποίο είναι ενταγμένος και για το λόγο αυτό δεν είναι πλήρως αποδεκτός: Tο μαύρο ~ του κόμματος / της οικογένειας. (απαρχ.) απολωλός ~, αυτός που έχει παρεκκλίνει από την ορθή πίστη, ο αμαρτωλός και με επέκταση ο διεφθαρμένος, ο άσωτος. (λόγ.) ως πρόβατον επί σφαγήν, για κπ. που οδηγείται σε καταστροφή χωρίς να το ξέρει, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. ΠAΡ έκφρ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, για κπ. που παρά την προφανή ακαταλληλότητά του, λόγω αναξιοπιστίας, τον τοποθετούν σε θέση, την οποία είναι πιθανότατο να χρησιμοποιήσει για το προσωπικό του συμφέρον ή και προς βλάβη τρίτων. ΠAΡ Όποιο ~ βγαίνει απ΄ το μαντρί, το τρώει ο λύκος, όποιος απομακρύνεται, απομονώνεται από μια ομάδα (είναι ευάλωτος και) δεν επιβιώνει. 2. (μτφ., για άνθρ.) α. απονήρευτος, αφελής: Δεν κατάλαβε ότι τον εκμεταλλεύονται, το ~! β. πράος, άκακος: Δεν πειράζει κανέναν, είναι τελείως ~. γ. άβουλος, ανόητος: Tι με πέρασε, για ~; προβατάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό πρόβατο. 2. (πληθ.) οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται στην κορυφή των κυμάτων (όταν φυσάει δυνατός αέρας): Σήμερα η θάλασσα έχει προβατάκια.

[αρχ. πρόβατον· πρόβατ(ο) -ίνα]

προικοσύμφωνο το [prikosímfono] Ο42 : συμβόλαιο που γινόταν μεταξύ του γαμπρού και των γονέων (ή της ίδιας) της νύφης και που περιείχε κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων που δίνονταν ως προίκα.

[μσν. προικοσύμφωνον < προίκ(α) -ο- + σύμφωνον 2]

προλεγόμενα τα [proleγómena] Ο42 : (ιδ. για βιβλίο, σύγγραμμα) ο πρόλογος, οι προκαταρκτικές παρατηρήσεις: ~ στην έκδοση των ομηρικών επών.

[λόγ. ουδ. πληθ. μπε. του αρχ. προλέγω στη σημ.: `λέω από πριν΄ μτφρδ. νλατ. prolegomena < αρχ. προλέγω]

προνήπια τα [pronípia] Ο42 : βαθμίδα της προσχολικής εκπαίδευσης· (πρβ. νήπια): Tμήματα νηπίων και προνηπίων. Tο παιδί πάει (στα) ~.

[λόγ. προ- νήπια, πληθ. του νήπιον]

προνόμιο το [pronómio] Ο42 : 1. το δικαίωμα, το ειδικό δίκαιο που επιφυλάσσεται σε άτομα ή σε ομάδες κατ΄ εξαίρεση και αποκλειστικότητα: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το ~ της απονομής χάριτος. Tα προνόμια της Εκκλησίας / του Πατριαρχείου. 2. το επιπλέον ή αποκλειστικό δικαίωμα, το (φυσικό ή κοινωνικό) πλεονέκτημα, η ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση που έχει κάποιος ή κάποιοι σε σχέση με άλλους: Mοναδικό / αποκλειστικό ~. Παλαιότερα οι ανώτατες σπουδές ήταν ~ των πλουσίων. H ενασχόληση με την τέχνη δεν είναι ~ μόνο των καλλιτεχνών. (έκφρ.) θλιβερό* προνόμιο.

[λόγ. < ελνστ. προνόμιον]

προοίμιο το [proímio] Ο42 : 1. ο πρόλογος, η (προ)εισαγωγή σε ένα κείμε νο, σε ένα λογοτεχνικό έργο κτλ.: Στο ~ προετοιμάζεται ο αναγνώστης / ο ακροατής γι΄ αυτό που θα ακολουθήσει. (λόγ. έκφρ.) εκ προοιμίου, από την αρχή, από πριν: Δηλώνω εκ προοιμίου ότι θα είμαι αυστηρός στην κρί ση μου. 2. γεγονός που αποτελεί την αρχή (και ακολουθείται από κτ. άλ λο), το προμήνυμα, το προάγγελμα: Tα συνοριακά επεισόδια ήταν το ~ του πολέμου. ~ δεινών / καταστροφής / επιτυχίας.

[λόγ. < αρχ. προοίμιον]

< Προηγούμενο   1... 22 23 [24] 25 26 ...34   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες