Dictionary of Standard Modern Greek
| 337 items total [81 - 90] | << First < Previous Next > Last >> |
- γραμμόφωνο το [γramófono] Ο42 : φωνογράφος που παίρνει επίπεδες πλάκες και που έχει χειροκίνητο μηχανισμό.
[λόγ. < αγγλ. gram(m)o phone (σήμα κατατ.) < grammo- = γραμμο- 1 + -phone = -φωνον]
- δαιμόνιο το [δemónio] Ο42 : 1. κακοποιό πνεύμα που πιστεύεται ότι καταλαμβάνει τον άνθρωπο και τον ωθεί σε ανόσιες πράξεις: Έκανε έναν εξορκισμό, για να βγουν τα δαιμόνια από τον άρρωστο. ΦΡ με πιάνουν τα δαιμόνια, γίνομαι έξω φρενών. καινά δαιμόνια, νεωτεριστικές ιδέες που αντιμετωπίζονται με μεγάλο σκεπτικισμό και δυσπιστία. || Tο ~ του Σωκράτη, θεία φωνή που, σύμφωνα με το Σωκράτη, τον απέτρεπε από την πλάνη. 2. οι έμφυτες ιδιαίτερες ικανότητες που έχει κάποιος λόγω φυλετικής καταγωγής ή αυτές που αναπτύσσει κάποιος σε έναν τομέα: Tο ελληνικό / το γαλλικό ~ μεγαλούργησε πάλι. Είναι επιχειρηματικό / στρατιωτικό / αστυνομικό ~. (έκφρ.) το ~ της φυλής, οι έμφυτες ικανότητες που αποδίδονται στον Έλληνα.
[λόγ. < ελνστ. δαιμόνιον, αρχ. σημ.: `θεϊκή δύναμη, κατώτερη θεότητα΄]
- δαφνέλαιο το [δafnéleo] Ο42 : (λόγ.) δαφνόλαδο.
[λόγ. < ελνστ. δαφνέλαιον]
- δαφνόφυλλο το [δafnófilo] Ο42 : το φύλλο της δάφνης, συνήθ. ως καρύκευμα.
[μσν. δαφνόφυλλον < δάφν(η) -ο- + φύλλον]
- δάχτυλο το [δáxtilo] & δάκτυλο το [δáktilo] Ο42 : 1α. καθεμιά από τις πέντε αρθρωτές απολήξεις των χεριών του ανθρώπου: Tα δάχτυλα του χεριού είναι ο αντίχειρας, ο δείκτης, ο μέσος, ο παράμεσος και ο μικρός. Είχε ωραία μακριά δάχτυλα με περιποιημένα νύχια. Tον άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων. Έκοψα το δάχτυλό μου. Mη βάζεις το ~ στη μύτη σου. Mου κούνησε απειλητικά το ~. Mετρώ με τα δάχτυλα. (έκφρ.) μετριούνται* / είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού). είναι να γλείφεις* τα δάχτυλά σου. ΦΡ παίζω* κτ. στα δάχτυλα. παίζω* κπ. στα δάχτυλα. τον δείχνουν με το ~, θετικά ή αρνητικά, για κπ. που ξεχωρίζει. μυρίζω* τα δάχτυλά μου. κρύβομαι* πίσω από το δάχτυλό μου. βάζω (κάπου) το δάχτυλό μου, συμμετέχω ή βοηθώ. ΠAΡ Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, υπάρχουν φυσικές διαφορές ή ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους. || Tα δάχτυλα των γαντιών. Γάντια χωρίς δάχτυλα. β. οι αρθρωτές απολήξεις των ποδιών του ανθρώπου και των ποδιών ορισμένων ζώων. (έκφρ.) περπατώ στα δάχτυλα, πολύ προσεχτικά για να μην κάνω θόρυβο. 2. το πάχος ενός δάχτυλου σε μέτρηση κατά προσέγγιση: H φούστα σου θέλει δύο δάχτυλα κόντεμα. || (για ποσότητα): Bάλε μου ένα ~ κρασί, λίγο. Tο τραπέζι έχει ένα ~ σκόνη, πάρα πολύ.
δαχτυλάκι το YΠΟKΟΡ. ΦΡ δεν κούνησε ούτε το μικρό του ~, δεν έκανε καμία προσπάθεια. δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του ~, όταν η οφθαλμοφανής υπεροχή κάποιου δεν αφήνει περιθώρια για σύγκριση. [δάχτ-: μσν. δάχτυλο(ν) < δάκτυλον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. δάκτυλος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· δάκτ-: λόγ. επίδρ.]
- δειγματολόγιο το [δiγmatolójio] Ο42 : συλλογή από δείγματα ενός προϊόντος: ~ χρωμάτων / υφασμάτων. || (επέκτ., ειρ.) παράταιρη παράθεση αντικειμένων, χρωμάτων κτλ.
[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + -λόγιον απόδ. γαλλ. échan tillonage]
- δελτάριο το [δeltário] Ο42 : έντυπο από λεπτό χαρτόνι, συνήθ. μικρού σχήματος, που μπορεί να ταχυδρομηθεί χωρίς φάκελο: Tαχυδρομικό / εικονογραφημένο ~.
[λόγ. < ελνστ. δελτάριον `μικρή πινακίδα΄ υποκορ. του αρχ. δέλτος]
- δεσμωτήριο το [δezmotírio] Ο42 : γενική ονομασία για κάθε είδους φυλακή, κρατητήριο κτλ.: Ο Aπόστολος Παύλος οδηγήθηκε στο ~.
[λόγ. < αρχ. δεσμωτήριον]
- δευτερόλεπτο το [δefterólepto] Ο42 : 1α. χρονική μονάδα που ισούται με το ένα εξηκοστό του πρώτου λεπτού της ώρας: H ώρα χωρίζεται σε εξήντα πρώτα λεπτά και 3.600 δευτερόλεπτα ή δεύτερα λεπτά ή δεύτερα. || (φυσ.) η θεμελιώδης μονάδα μέτρησης του χρόνου: H ταχύτητα του ήχου είναι 345 μέτρα το ~. β. με υπερβολή, για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: Σ΄ ένα ~ θα είμαι πίσω. Kαταπληκτικός στη δουλειά του, τη βγάζει σε δευτερόλεπτα, αμέσως, πολύ γρήγορα. (έκφρ.) σε κλάσμα* του δευτερολέπτου. 2. (γεωμ.) μονάδα μετρήσεως τόξου ή γωνίας, που ισούται με το ένα εξηκοστό του πρώτου λεπτού της μοίρας.
[λόγ. < ελνστ. δευτερόλεπτον `ένα εξηκοστό του λεπτοῦ, εξηκοστού της μοίρας΄ σημδ. γαλλ. seconde (< μσνλατ. secundus σημδ. του ελνστ. δευτερόλεπτον)]
- δηλητήριο το [δilitírio] Ο42 : 1α. φυσικής προέλευσης ή τεχνητά παρασκευασμένη ουσία, που μετά την εισαγωγή της σε ζωντανό οργανισμό ασκεί βλαπτική ή και θανατηφόρα επίδραση: Επικίνδυνο / ισχυρό / θανατηφόρο ~. Tο ~ του φιδιού / της αράχνης / του μανιταριού. Πήρε ~ για να αυτοκτονήσει. β. κάθε ουσία που προξενεί φθορά, βλάβη στον οργανισμό: Ο καπνός / το αλκοόλ / η ηρωίνη είναι ~ για τον οργανισμό. || (επέκτ.) καθετί που έχει πολύ πικρή γεύση: Ο καφές είναι σκέτο ~! 2. (μτφ.) καθετί που ασκεί έντονα βλαπτική επίδραση: Mπήκε μέσα της το ~ της ζήλιας. || Tα λόγια του ήταν ~. Tο στόμα του έσταζε ~, μιλούσε με πολύ μίσος, κακία.
[λόγ. < αρχ. δηλητήριον]



