Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο42 (βούτυρο, βούτυρου / βουτύρου, βούτυρα)
337 εγγραφές [131 - 140]
ημίτονο το [imítono] Ο42 : (μαθημ.) διανυσματικό μέγεθος στην τριγωνομετρία: Tο ~ γωνίας 90Γ είναι ίσο με τη μονάδα.

[λόγ. ημι- + αρχ. τόν(ος) `κορδόνι, πτυχή΄ -ον (ουδ. κατά το διάνυσμα) μτφρδ. γαλλ. sinus (στη νέα σημ.) < λατ. sinus `πτυχή της τηβέννου΄· η γαλλ. λ. είναι μετάφραση του αραβ. djayb `πτυχή ρούχου, μισή χορδή του διπλού τόξου΄]

ιατρόσημο το [iatrósimo] Ο42 : χαρτόσημο που επικολλάται σε ιατρικά έγγραφα.

[λόγ. ιατρ(ός) -ο- + -σημον κατά το γραμματόσημον]

καλειδοσκόπιο το [kaliδoskópio] Ο42 : μικρός σωλήνας με σκούρα τοιχώματα, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν δύο μικρά κάτοπτρα, γωνιακά τοποθετημένα, επάνω στα οποία ανακλώνται μικρά πολύχρωμα κομμάτια γυαλιού, που, καθώς μετακινούνται με κάθε περιστροφή του σωλήνα, σχηματίζουν συμμετρικά σχήματα. || (μτφ.): Πολιτικό / μουσικό ~, ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα με ποικιλία θεμάτων. (έκφρ.) το ~ της ζωής, για να δηλώσουμε την ποικιλία και την εναλλαγή των γεγονότων στη ζωή μας.

[λόγ. < αγγλ. caleidoscope < αρχ. καλ(ός) `όμορφος΄ + εrδο(ς) `μορφή΄ (ή ελνστ. καλοειδ(ής) `με ωραία μορφή΄ -ο-) + -scope = -σκόπιο]

κάνιστρο το [kánistro] Ο42 : 1. πλατύ και άβαθο καλάθι· πανέρι: Kοπέλες κρατούσαν κάνιστρα με λουλούδια. 2. εξάρτημα ανυψωτικού μηχανήματος, όπου τοποθετούνται τα υλικά που μεταφέρονται.

[λόγ. < αρχ. κάνιστρον]

κανονιοστάσιο το [kanoniostásio] & κανονοστάσιο το [kanonostásio] Ο42 : πυροβολείο.

[λόγ. κανόνι(ον δες στο κανονιοβολώ), κανόν(ι) -ο- + -στάσιον]

καπνεμπόριο το [kapnembório] Ο42 : εμπόριο καπνών.

[λόγ. καπν(ο)- 2 + -εμπόριον]

κατάλοιπο το [katálipo] Ο42 : 1. ό,τι απομένει από ένα μείγμα υλών, ύστερα από μια φυσική ή χημική διεργασία: Tα κατάλοιπα της καύσης. Ραδιενεργά κατάλοιπα από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες. 2. για κτ. που μένει, διατηρείται και μετά το θάνατο του δημιουργού ή του κατόχου του: Στα κατάλοιπα του ποιητή βρέθηκαν αδημοσίευτα ποιήματα / υπάρχει ολόκληρη η προσωπική του αλληλογραφία. Σε ολόκληρο τον πλανήτη μας υπάρχουν κατάλοιπα παλαιών πολιτισμών. 3. για κτ. που εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την υποχώρηση ή τον τερματισμό καταστάσεων ή γεγονότων, κατά κανόνα δυσάρεστων: Ο βήχας είναι ~ παλαιάς βρογχίτιδας. H πόλωση του πολιτικού μας βίου είναι ~ του εμφύλιου πολέμου. H ανασφάλεια είναι ~ της δυστυχισμένης παιδικής ζωής του.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. κατάλοιπος `που απομένει΄ (1: σημδ. γαλλ. résidu & αγγλ. residue· 2: & σημδ. γαλλ. reliques)]

κατασάρκιο το [katasárkio] Ο42 : (εκκλ.) το εσωτερικό λευκό κάλυμμα της Aγίας Tράπεζας, που συμβολίζει το σεντόνι με το οποίο τύλιξαν το νεκρό σώμα του Iησού Xριστού.

[λόγ. < μσν. το κατασάρκ(α) -ιον < φρ. κατά σάρκα]

καταφύγιο το [katafíjio] Ο42 : 1α. τόπος όπου καταφεύγει κάποιος, όπου πηγαίνει για να προστατευτεί από κπ. κίνδυνο ή για να αποφύγει κάποια δυσάρεστη κατάσταση: Οι απρόσιτες βουνοκορφές ήταν το ~ των κλεφτών και των αρματολών. Όταν ξέσπασε η μπόρα βρήκαμε ~ κάτω από ένα υπόστεγο / σε ένα ερημοκλήσι. Οι αντίπαλοι του στρατιωτικού καθεστώτος ζήτησαν ~ σε άλλα κράτη, για να αποφύγουν τις διώξεις. Tο εξοχικό σπιτάκι μου είναι το ~ από τη βοή και το άγχος της πόλης. || υπόγειος χώρος, ειδικής κατασκευής, για την προστασία των στρατιωτών ή των αμάχων: Όταν άρχιζαν οι βομβαρδισμοί τρέχαμε στα καταφύγια για να σωθούμε. Aντιαεροπορικό ~, για προστασία από αεροπορικές επιθέσεις. Aντιατομικό ~, για προστασία από επίθεση με ατομικά όπλα. β. μικρό οίκημα σε βουνό, όπου μπορούν οι ορειβάτες να διανυκτερεύσουν ή να προστατευτούν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. || ~ θηραμάτων, προστατευμένος χώρος όπου συγκεντρώνονται θηράματα. 2. (μτφ.) α. πρόσωπο στο οποίο καταφεύγουμε, από το οποίο ζητούμε βοήθεια και προστασία: H αγκαλιά της μάνας / η μάνα / η οικογένεια είναι το ασφαλές ~ του παιδιού. Tο καταφύγιό του, όταν είχε χρέη, ήταν πάντοτε ο αδελφός του. || Ο Θεός είναι το ~ του πιστού. β. χρησιμοποιώ κτ. ως μέσο για να δώσω λύση σε κτ. που με βασανίζει ή για να βρω ανακούφιση: H μεταφυσική πίστη είναι ένα ~ από το φόβο του θανάτου. Στα βιβλία / στην ποίηση βρήκε το ~ που ζητούσε.

[λόγ. < αρχ. καταφύγιον υποκορ. του καταφυγή σημδ. γαλλ. refuge, abri]

κάτεργο το [káterγo] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : χαρακτηρισμός της ποινής των καταναγκαστικών έργων: Στέλνω κπ. στα κάτεργα, του επιβάλλω την ποινή των καταναγκαστικών έργων. || για να δηλώσουμε τόπο εργασίας, όπου επικρατούν πολύ σκληρές συνθήκες: Δούλεψε στα κάτεργα, σε ανθρακωρυχεία και σε χυτήρια.

[μσν. κάτεργον `εξαρτήματα πλοίου, πολεμικό πλοίο με διπλή σειρά κουπιών΄ (που τα τραβούσαν κατάδικοι) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. κάτεργος `επεξεργασμένος΄]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...34   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες