Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 988 εγγραφές [831 - 840] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τζίτζιφο το [dzídzifo] Ο41 : ο καρπός της τζιτζιφιάς, που έχει κοκκινωπό χρώμα, στυφή γεύση και μέγεθος μικρής ελιάς.
[ελνστ. ζίζυφον με τροπή [z > dz] ή διατήρηση της αρχ. προφ. [dz] (δες στο ?)]
- τζόβενο το [dzóveno] Ο41 & τζόβενος ο [dzóvenos] Ο20 : (ειρ., μειωτ., για άντρα προχωρημένης ηλικίας) αυτός που μιμείται τους νέους στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά: Mας κάνει το ~.
[βεν. zoven(e) `νέος΄ -ο· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]
- τηγανόλαδο το [tiγanólaδo] Ο41 : το λάδι που μένει από το τηγάνισμα.
[τηγάν(ι) -ο- + λάδ(ι) -ο]
- τηλεγραφόξυλο το [tileγrafóksilo] Ο41 : (οικ.) 1. στύλος επάνω στον οποίο στηρίζονται τα εναέρια τηλεγραφικά σύρματα. 2. (μτφ., μειωτ.) άνθρωπος πάρα πολύ ψηλός και αδύνατος· (συν. για άντρα) λέλεκας, ψηλέας, (συν. για γυναίκα) στέκα, ταβανόσκουπα: ~ είναι αυτή η γυναίκα. Ψηλός σαν ~.
[τηλέγραφ(ος) 1 -ο- + ξύλο]
- τουβλάδικο το [tuvláδiko] Ο41 : (οικ.) χώρος όπου κατασκευάζουν τούβλα.
[τούβλ(ο) -άδικο]
- τούμπανο το [túmbano] Ο41 : 1. λαϊκό μουσικό όργανο, είδος τυμπάνου· νταούλι. ΦΡ κάνω κτ. ~, διαδίδω κτ. που θα έπρεπε να μείνει μυστικό: Ό,τι και να του εμπιστευτείς, θα βγει και θα το κάνει ~· ΣYN ΦΡ κάνω κτ. βούκινο. κολοκύθια* τούμπανα. ΠAΡ Ο κόσμος το ΄χει ~ κι εμείς κρυ φό καμάρι, για κπ. που προσπαθεί μάταια να κρύψει ένα γεγονός, ενώ το ξέρει όλος ο κόσμος. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι πολύ πρησμένο: Tο πρόσωπό του έγινε ~ από τσίμπημα σφήκας. Aπό το πολύ φαΐ η κοιλιά του είναι ~. || (για νεκρό που έμεινε άταφος πολλές μέρες): Tον βρήκαν ~, τουμπανιασμένο.
[αρχ. τύμπανον ( [i > u] από επίδρ. των χειλ. [mb] )]
- τουρκόπουλο το [turkópulo] Ο41 : μικρός ή νεαρός Tούρκος. || (πληθ.) νεαροί Tούρκοι ανεξαρτήτως φύλου.
[Τούρκ(ος) -όπουλο]
- τούρτουρο το [túrturo] Ο41 : (οικ.) τρεμούλιασμα, ρίγος που προκαλεί το κρύο· τουρτούρα: Xτυπούσανε τα δόντια του από το ~. Tον έπιασε το ~ της ελονοσίας.
[τουρτουρ(ίζω) υποχωρ. -ο (αναδρ. σχημ.)]
- τραμπάκουλο το [trabákulo] Ο41 : 1. ογκώδες και αργοκίνητο ιστιοφόρο που έμοιαζε με μπρατσέρα. || (επέκτ.) καράβι παλιό και όχι καλά συντηρημένο· σαπιοκάραβο. 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) χοντρή γυναίκα που βαδίζει αργά και δύσκολα σαν να κουτσαίνει.
[βεν. trabacolo ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]
- τραπεζομάντιλο το [trapezomándilo] Ο41 : κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό με το οποίο σκεπάζουν το τραπέζι, κυρίως την ώρα του φαγητού: ~ λινό / υφαντό / άσπρο / καρό / για τετράγωνο τραπέζι / για ροτόντα.
[μσν. τραπεζομάντιλον < τραπέζ(ι) -ο- + μαντίλ(ι) -ον]



