Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 988 εγγραφές [771 - 780] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σμυριδόχαρτο το [zmiriδóxarto] Ο41 : χαρτί επιχρισμένο με σμυριδόσκονη για τη λείανση της επιφάνειας του ξύλου.
[λόγ. σμυριδ- (δες σμύριδα) -ο- + χαρτ(ί) -ον]
- σογιέλαιο το [sojéleo] Ο41 : λάδι που βγαίνει από τους σπόρους της σόγιας.
[λόγ. σόγι(α) + -έλαιον]
- σοκολατόπαιδο το [sokolatópeδo] Ο41 : βουτυρόπαιδο.
[σοκολάτ(α) -ο- + παιδ(ί) -ο]
- σουβλατζίδικο το [suvladzíδiko] Ο41 : το κατάστημα του σουβλατζή.
[σουβλατζ(ής) -ίδικο]
- σούρουπο το [súrupo] Ο41 : ο χρόνος της ημέρας αμέσως ύστερα από τη δύση του ήλιου, όταν αρχίζει να νυχτώνει· μούχρωμα, σύθαμπο, σουρούπωμα, λυκόφως: Bάδιζαν γρήγορα, να φτάσουν πριν από το ~. Όντας βυθίσει ο ήλιος και το ~ ακολουθήσει.
[συ(ν)- ρύπ(ος) -ο `η ώρα που “ρυπαίνεται” η μέρα΄ (σύγκρ. σύθαμπο) ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [r] )]
- σουσαμόλαδο το [susamólaδo] Ο41 : λάδι που παράγεται από σουσάμι· σησαμέλαιο.
[σουσάμ(ι) -ο- + λάδ(ι) -ο]
- σούσουρο το [súsuro] Ο41 : α. θόρυβος από ψιθυρισμούς πολλών ατόμων: H πρότασή του προκάλεσε ~ στην αίθουσα, κανείς όμως δεν τόλμησε να ζητήσει το λόγο. β. το να λέγονται και να διαδίδονται πολλά, (συνήθ. σχόλια επικριτικά, πληροφορίες ανησυχητικές κτλ.) για πρόσωπο ή για γεγονός: Πολύ ~ έγινε για τους λόγους της παραίτησής του.
[βεν. ρ. sussùr(o) `φωνάζω, απειλώ΄ -ο (αναδρ. σχημ.) (ουσ. sussùro `ψίθυρος΄)]
- σπαθόχορτο το [spaθóxorto] Ο41 : κοινή λαϊκή ονομασία μεγάλου αριθμού φυτών, τα οποία ανήκουν σε διαφορετικά γένη· τα περισσότερα είναι ζιζάνια, μερικά έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, και ελάχιστα (όπως οι γλαδιόλες) είναι καλλωπιστικά.
[σπαθ(ί) -ο- + χόρτο]
- σπάλαθο το [spálaθo] Ο41 : το φυτό ασπάλαθος.
[αρχ. σπάλαθος ὁ, ἡ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- σπανακόρυζο το [spanakórizo] Ο41 : φαγητό με κύρια συστατικά ρύζι και σπανάκι.
[σπανάκ(ι) -ο- + ρύζ(ι) -ο]



