Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 988 εγγραφές [911 - 920] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φίμωτρο το [fímotro] Ο41 : 1. εξάρτημα (μεταλλικό ή δερμάτινο πλέγμα) που τοποθετείται στο ρύγχος ζώου (συνήθ. σκύλου), έτσι ώστε να το εμποδίζει να δαγκάνει ή να τρώει: Tο σκυλί είναι άγριο, θέλει ~. 2. (μτφ.) καθετί που περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης: H χούντα έβαλε ~ στον Tύπο.
[λόγ. < ελνστ. φίμωτρον]
- φινιριστήριο το [finiristírio] Ο41 : το μηχάνημα που με τη διοχέτευση ατμού σε κατάλληλη θερμοκρασία λειαίνει και γυαλίζει τα υφάσματα (μετά τη βαφή). || ο επαγγελματικός χώρος όπου γίνεται αυτή η δραστηριότητα: Bαφείο ~.
[λόγ. φινιρισ- (φινίρω δες στο φινιρισμένος) -τήριον]
- φλάμπουρο το [flámburo] Ο41 : 1. είδος πολεμικής σημαίας· (πρβ. λάβα ρο): Οι αντίπαλοι στρατοί παρατάχτηκαν με τα φλάμπουρά τους να ανεμίζουν στον αέρα. 2. (μτφ.) σύμβολο μιας ιδέας, ενός ιδανικού, σημαία: Έκαναν ~ του αγώνα τους την ισότητα και τη δικαιοσύνη.
[μσν. φλάμπουρον < *φλάμπουλον (ανομ. υγρών [l-l > l-r] ) < φλάμουλον (τρο πή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελνστ. φλάμμουλ(α) -ον < υστλατ. flammula `σημαία του ιππικού΄ (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατ. flamma)]
- φλάουτο το [fláuto] Ο41 : ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από ένα σωλήνα με τρύπες κατά μήκος του και με στενό επιστόμιο στα πλάγια του πάνω άκρου του· πλαγίαυλος.
[ιταλ. flauto]
- φόβητρο το [fóvitro] Ο41 : οτιδήποτε προκαλεί ή χρησιμοποιείται για να προκαλέσει φόβο: Οι φυλακές και τα βασανιστήρια χρησιμοποιήθηκαν ως / αποτέλεσαν το ~ κατά των αντιπάλων του καθεστώτος.
[λόγ. < αρχ. φόβητρον]
- φούμαρο το [fúmaro] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) λόγος κενός περιεχομένου, καυχησιολογία, αερολογία: Όλες οι εξαγγελίες και τα μεγάλα λόγια αποδείχτηκαν φούμαρα. ΦΡ πουλάω* φούμαρα.
[φουμάρ(ω) -ο (αναδρ. σχημ.)]
- φουρνάρικο το [furnáriko] Ο41 : το αρτοποιείο, το ψωμάδικο.
[φούρναρ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]
- φουρνόξυλο το [furnóksilo] Ο41 : μακρύ ξύλο: α. με το οποίο ο φούρναρης κανονίζει τη φωτιά ή καθαρίζει το φούρνο. β. που καταλήγει σε πλατύ άκρο και χρησιμοποιείται για το φούρνισμα· φτυάρι.
[φούρν(ος) -ο- + ξύλο]
- φραγκοδίφραγκα τα [fraŋgoδífraŋga] Ο41 : νομίσματα μιας και δύο δραχμών: Έχεις να μου χαλάσεις ένα κατοστάρικο σε ~; || (επέκτ.) μικρής αξίας, ευτελές χρηματικό ποσό: Tα πολλά τα ΄φαγε και του μείνανε τα ~. Πούλησε το σακάκι του για ~.
[φράγκ(ο) -ο- + δίφραγκο στον πληθ.]
- φραγκοραφτάδικο το [fraŋgoraftáδiko] Ο41 : (παρωχ.) το κατάστημα του φραγκοράφτη· (πρβ. ελληνοραφείο).
[φραγκοράφτ(ης) -άδικο]



