Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
988 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαποβότανο το [aγapovótano] Ο41 : βότανο που το χρησιμοποιεί ο λαός ως ερωτικό φίλτρο.
[αγάπ(η) -ο- + βοτάν(ι) -ο]
- αγιασματάριο το [ajazmatário] Ο41 & αγιασματάρι το [ajazmatári] Ο44α : σκεύος όπου ο ιερέας βάζει το νερό του αγιασμού.
[λόγ. αγιασματ- (αγίασμα) -άριον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]
- αγοροκόριτσο το [aγorokóritso] Ο41 : κορίτσι με εμφάνιση ή συμπεριφορά αγοριού. || ζωηρό, ατίθασο κορίτσι.
[αγόρ(ι) -ο- + κορίτσ(ι) -ο]
- αγουρόλαδο το [aγurólaδo] Ο41 : το αγουρέλαιο.
[αγουρο- + λάδ(ι) -ο]
- αγριάγγουρο το [aγriáŋguro] Ο41 : το πικράγγουρο.
[αγρι(ο)- + αγγού ρ(ι) -ο (πρβ. ελνστ. ἀγριαγγούριον)]
- αγριάγκαθο το [aγriáŋgaθo] Ο41 : το γαϊδουράγκαθο.
[αγρι(ο)- + αγκά θ(ι) -ο]
- αγριοβλάσταρο το [aγriovlástaro] Ο41 : ονομασία των φαγώσιμων βλαστών διάφορων άγριων φυτών (του αγριολάχανου, της βρούβας κ.ά).
[αγριο- + βλαστάρ(ι) -ο]
- αγριοβότανο το [aγriovótano] Ο41 : γενική ονομασία διάφορων ειδών άγριων βοτάνων, ιδίως αυτών που έχουν φαρμακευτική χρήση.
[αγριο- + βότανο]
- αγριογούρουνο το [aγrioγúruno] Ο41 : άγριο γουρούνι που ζει στα δάση· αγριόχοιρος: Kυνηγήσαμε αγριογούρουνα. || το (μαγειρεμένο) κρέας του ζώου αυτού: Φάγαμε ~ γαρνιρισμένο με πατάτες.
[μσν. αγριογούρουνον < αγριο- + γουρούν(ι) -ον]
- αγριοκάτσικο το [aγriokátsiko] Ο41 : 1.η άγρια κατσίκα, ο αίγαγρος. 2. (μτφ., για πρόσ. νεαρής ηλικίας) ατίθασος, ανυπότακτος.
[αγριο- + κατσίκ(ι) -ο]