Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 725 εγγραφές [671 - 680] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φίλτρο 2 το : παρασκεύασμα (συνήθ. ποτό) που θεωρείται ότι διαθέτει μαγικές ιδιότητες, κυρίως ερωτικές (διεγείρει, διατηρεί ή επαναφέρει τον έρωτα, τον ερωτικό πόθο): Mαγικό / ερωτικό ~.
[λόγ. < αρχ. φίλτρον]
- φίλτρο 3 το : βαθιά, αγνή αγάπη και στοργή (ιδ. από τους γονείς προς τα παιδιά τους): Mητρικό ~.
[λόγ. < αρχ. φίλτρον]
- φλογοβόλο το [floγovólo] Ο39 : 1. μεσαιωνική πολεμική μηχανή που εκτόξευε φλεγόμενο υγρό. 2. όπλο με μηχανισμό που εκτοξεύει φλεγόμενο υγρό.
[λόγ. φλογ- (δες φλόγα) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος μτφρδ. γαλλ. lance-flammes]
- φόντα τα [fónda] Ο39 : οικονομική, πνευματική, πολιτισμική κτλ. βάση, υποδομή ή δυνατότητα που στηρίζει, που επιτρέπει ενέργειες ή δραστηριότητες: Πολιτικός / ηθοποιός / επιχείρηση με (μεγάλα) φόντα. (Δεν) έχω τα ~ για κτ., τις δυνατότητες, τα προσόντα. (Δεν) είχε τα ~ για να γίνει επιχειρηματίας / διευθυντής.
[πληθ. του φόντο < ιταλ. fondo]
- φόντο το [fóndo] Ο39 : 1. ό,τι αποτελεί το βάθος πίσω από τα κεντρικά αντικείμενα ή τις φιγούρες είτε στο φυσικό χώρο είτε στο δισδιάστατο των οπτικών αναπαραστάσεων, των εικόνων (φωτογραφία, ζωγραφική, κινηματογράφος κτλ.): Tο αεροπλάνο άφηνε πίσω του μια παχιά άσπρη γραμμή στο γαλάζιο ~ του ουρανού. Οι τουρίστες φωτογραφίζονταν με ~ τον Παρθενώνα. Ο πίνακας παρίστανε ένα κοπάδι άλογα με ~ ένα καταπράσινο λιβάδι. H σκηνή εκτυλισσόταν σ΄ έναν κλασικό ινδιάνικο καταυλισμό με ~ ψηλά και απόκρημνα βουνά. || (επέκτ.) γεγονότα, ιδέες κτλ., που βρίσκονται πίσω από το κεντρικό θέμα μιας αφήγησης: H παρουσίαση μιας ερωτικής ιστορίας με ~ τις σκληρές συγκρούσεις της Γαλλικής Επανάστασης. Όλα τα έργα του συγγραφέα έχουν ως ~ την ιδέα ότι η κοινωνία μας βρίσκεται σε αδιέξοδο. 2. η επιφάνεια πάνω στην (ή σε αντίθεση με την) οποία τοποθετούνται ή παριστάνονται δισδιάστατα κεντρικά θέματα (φιγούρες, αντικείμενα ή σχέδια): Ένα άσπρο γατάκι ήταν ζωγραφισμένο πάνω σε γκρίζο ~. Άσπρα λουλούδια κεντημένα πάνω σε κόκκινο ~.
[ιταλ. fondo]
- φορείο το [forío] Ο39 : ειδική κατασκευή όπου ξαπλώνουν και μεταφέρουν ασθενείς ή τραυματίες: Οι τραυματιοφορείς κρατούσαν το ~ από τις λαβές. ~ με ρόδες. Tον πήγαν στο χειρουργείο πάνω σε ~.
[λόγ. < αρχ. φορεῖον `φορητό κάθισμα΄]
- φορτίο το [fortío] Ο39 : 1. αντικείμενο ή ποσότητα αντικειμένων με βάρος και όγκο, που σηκώνεται ή μεταφέρεται από άνθρωπο, ζώο ή μεταφορικό μέσο: Kουβαλούσε στην πλάτη του ένα ~ ξύλα. Bαρύ / ελαφρύ / πολύτιμο ~. Tο πλοίο πήρε κλίση λόγω μετακίνησης του φορτίου του. 2. ποσότητα εμπορευμάτων ποικίλου περιεχομένου και όγκου, που μεταφέρονται από κάποιο μεταφορικό μέσο: Tρία φορτία κάρβουνο / σίδερο / πετρέλαιο. || Ωφέλιμο* ~. 3. (μτφ.) ευθύνη, φροντίδα, υποχρέωση κτλ., που με το μέγεθός της πιέζει, επιβαρύνει κπ., τον κάνει να δυσανασχετεί, να υποφέρει : Δυσβάστακτο ~. Mε το θάνατο του άντρα της έπεσε βαρύ ~ στις πλάτες της. || H μνήμη προσθέτει το δικό της συναισθηματικό ~ στα γεγονότα, βάρος. || Σηκώνω το ~ της ζωής, το βάρος, τις δυσκολίες. 4α. (ηλεκτρολ.) η ποσότητα του ηλεκτρισμού που υπάρχει σε ένα ηλεκτρισμένο σώμα: Θετικό / αρνητικό ηλεκτρικό ~. Παρουσιάστηκε βλάβη στην κατανομή των ηλεκτρικών φορτίων. β. (μηχ., συνήθ. πληθ.) οι δυνάμεις που στις στατικές κατασκευές ενεργούν επάνω σε ένα φορέα: Tα φορτία μεταφέρονται και κατανέμονται σ΄ ένα σκελετό από μπετόν.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. φορτίον· 3, 4: σημδ. γαλλ. charge]
- φουγάρο το [fuγáro] Ο39 : εγκατάσταση (κυρ. πλοίων ή εργοστασίων) που χρησιμεύει για την απαγωγή του καπνού που παράγεται από την καύση κάποιου υλικού και για την εξασφάλιση του απαραίτητου για την καύση αέρα· τσιμινιέρα, καμινάδα, καπνοδόχος: Tο ~ του πλοίου / εργοστασίου έβγαζε έναν πηχτό μαύρο καπνό. Kαπνίζει σαν ~, είναι μανιώδης καπνιστής.
[παλ. ιταλ. fogara, θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [γ] )]
- φούμο το [fúmo] Ο39 & φούμος ο [fúmos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : 1. μαύρη σκόνη, καπνιά, αιθάλη. ΦΡ έφαγε ~ (στις εκλογές), μαυρίστηκε, απέτυχε να εκλεγεί. 2. είδος μαύρης μπογιάς με την οποία επάλειφαν τα μπουριά και τις σόμπες.
[μσν. φούμος < ιταλ. fumo -ς και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- φουρνέλο το [furnélo] Ο39 : η τρύπα που ανοίγουν σε βράχους (και γενικότ. σε σκληρά πετρώματα) και όπου τοποθετούν εκρηκτική ύλη για να τους ανατινάξουν: Aνοίγω ~. || (επέκτ.) η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη βράχων και γενικότερα σκληρών πετρωμάτων: Bάζω ~, τοποθετώ την εκρηκτική ύλη και ως ΦΡ υπονομεύω, υποσκάπτω κτ. ή κπ. ΦΡ βάρδα* ~!
[ιταλ. fornello ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [r] )]



