Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
725 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιβλιοδετείο το [vivlioδetío] Ο39 : το εργαστήριο του βιβλιοδέτη.
[λόγ. βιβλιοδέτ(ης) -είον μτφρδ. γερμ. Buchbinderei]
- βιβλιοπωλείο το [vivliopolío] Ο39 : κατάστημα στο οποίο πουλιούνται βιβλία.
[λόγ. < ελνστ. βιβλιοπωλεῖον]
- βιβλιοχαρτοπωλείο το [vivlioxartopolío] Ο39 : κατάστημα που πουλάει βιβλία και γραφική ύλη.
[λόγ. βιβλιο(πωλείον) + χαρτοπωλείον]
- βιδέλο το [viδélo] Ο39 : 1. το κρέας του μοσχαριού. 2. το κατεργασμένο δέρμα του μοσχαριού.
[ιταλ. vitello ίσως μέσω των βεν. (πρβ. τουρκ. vidéle)]
- βιολοντσέλο το [vjolontsélo] Ο39 : έγχορδο μουσικό όργανο, σε μέγεθος και σχήμα μεγάλου βιολιού, που παίζεται στηριγμένο στο έδαφος.
[ιταλ. violoncello]
- βίτσιο το [vítsxo] Ο39 : συνήθεια, επιθυμία που χαρακτηρίζεται από παραξενιά, ιδιορρυθμία, υπερβολή (συχνά μέχρι διαστροφής): H χαρτοπαιξία είναι το ~ του. Ξόδευε πολλά για να ικανοποιεί τα παράξενα βίτσια του. Ερωτικά βίτσια.
[μσν. βίτσιον < ιταλ. vizio]
- βλίτο το [vlíto] Ο39 : 1. ονομασία φυτών, μερικά από τα οποία τρώγονται ως λαχανικά. ΦΡ τρώω βλίτα, είμαι κουτός, εξαπατώμαι εύκολα· ΣYN ΦΡ τρώω χόρτο / σανό / κουτόχορτο: Tι νομίζεις, ότι τρώω βλίτα; 2. (μτφ.) κουτός, αργόστροφος άνθρωπος: Εγώ του το εξήγησα, αλλά πού να καταλάβει αυτό το ~!
[αρχ. βλίτον]
- βουλεβάρτο το [vulevárto] Ο39 : (θέατρ.) είδος ελαφρού θεάτρου ή θεατρικού έργου πρόζας: Θέατρο του βουλεβάρτου.
[λόγ. βουλεβάρτον < γαλλ. boulevard -ον (ορθογρ. δαν.) (ανάπτ. του [t] ;)]
- βούρλο το [vúrlo] Ο39 : 1. ποώδες υδρόφιλο φυτό, με τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται σχοινιά, ψάθες, καλάθια κτλ.· σχοίνος. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ανόητο, βλάκα.
[μσν. βούρλον < ελνστ. βροῦλον με μετάθ. του [r] ]
- βουτυροκομείο το [vutirokomío] Ο39 : εργαστήριο παρασκευής βουτύρου.
[λόγ. βουτυρο- + -κομείον]