Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο39 (πεύκο, πεύκου, πεύκα)
725 εγγραφές [661 - 670]
φαγκότο το [fagóto] Ο39 : ξύλινο πνευστό όργανο με βαθύ ήχο· βαρύαυλος.

[ιταλ. fagotto]

φαλιμέντο το [faliménto] Ο39 : (οικ.) πτώχευση, χρεοκοπία· φαλίρισμα. ΦΡ βαράω / ρίχνω ~, χρεοκοπώ, πτωχεύω.

[ιταλ. fallimento]

φάλτσο το [fáltso] Ο39 : 1. (μουσ., οικ.) τονικό σφάλμα τραγουδιστή ή μουσικού κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού: Ο τραγουδιστής έκανε πολλά φάλτσα, παραφωνίες. 2. (μτφ., προφ., για άνθρ.) λαθεμένη, άστοχη πράξη, ενέργεια, συμπεριφορά: Έκανες χοντρό ~ μ΄ αυτά που της είπες. 3. (για παιχνίδια που παίζονται με σφαίρα) η σκόπευση και το χτύπημα της σφαίρας στα πλάγια: Ο ποδοσφαιριστής σούταρε την μπάλα με ~, ώστε να διαγράψει περιστρεφόμενη μια καμπύλη τροχιά. H μπάλα πήρε ~ και κατέληξε στα δίχτυα. Xτύπησε την μπίλια με ~ και αυτή πετάχτηκε έξω από το τραπέζι του μπιλιάρδου. || Kάνω ~, χτυπώ λαθεμένα την μπίλια του μπιλιάρδου· (βλ. και φαλτσοστέκα). 4. λουλάκι σε σχήμα μικρού κύβου, που με αυτό επαλείφουν κατά διαστήματα τη μύτη της στέκας του μπιλιάρδου, για να μη γλιστράει στην επαφή της με την μπίλια: Bάλε ~ στη στέκα. 5. (πληθ.) τα επάλληλα εσωτερικά δερμάτινα στρώματα του τακουνιού των παπουτσιών.

[ιταλ. falso `σφαλερός, ψεύτικος΄, παλ. σημ.: `σε λάθος μουσικό τόνο΄ με ανάπτ. [t] ανάμεσα στο [l] και το [s] για διευκόλυνση της άρθρ.]

φανοποιείο το [fanopiío] Ο39 : το φαναρτζίδικο, το λαμαρινάδικο.

[λόγ. φαν(ός) -ο- + -ποιείον]

φαρμακείο το [farmakío] Ο39 : 1. κατάστημα στο οποίο παρασκευάζονται και διατίθενται φάρμακα: Διανυκτερεύοντα / διημερεύοντα φαρμακεία. || χώρος (π.χ. σε νοσηλευτικό ίδρυμα) από όπου διατίθενται φάρμα κα: ~ νοσοκομείου / κλινικής / μονάδας. 2. κουτί, θήκη που περιέχει φάρμακα και άλλα είδη (π.χ. επιδέσμους, γάζες κτλ.) για περιπτώσεις τραυματισμού από ατύχημα: Kάθε αυτοκίνητο πρέπει να έχει ~. 3. (μτφ.) κατάστημα με πολύ ακριβές τιμές, σφαγείο: Σκέτο ~ είναι αυτή η μπουτίκ!

[λόγ. φάρμακ(ον) -είον μτφρδ. γαλλ. pharmacie < υστλατ. pharmacia < αρχ. φαρμακ(ε)ία στη σημ.: `χρήση (καθαρτικών) φαρμάκων΄]

φατνίο το [fatnío] Ο39 : καθένα από τα οστέινα κοιλώματα των σαγονιών μέσα στα οποία είναι στερεωμένα τα δόντια (με τις ρίζες τους): Οδοντικά φατνία.

[λόγ. < ελνστ. φατνίον]

φερετροποιείο το [feretropiío] Ο39 : εργαστήριο κατασκευής ή και κατάστημα πώλησης φερέτρων.

[λόγ. φέρετρ(ον) -ο- + -ποιείον]

φιάσκο το [fxásko] Ο39 : μεγάλη, παταγώδης αποτυχία: H παράσταση / η συγκέντρωση ήταν (ένα) ~. H προσπάθεια για εντυπωσιασμό του κόσμου κατέληξε σε ~.

[ιταλ. fiasco (αρχική σημ.: `μπουκάλα΄)]

φιλέτο το [filéto] Ο39 : I1. κρέας από την περιοχή των νεφρών ορισμένων ζώων: ~ μοσχαρίσιο / χοιρινό. 2. εκλεκτό κρέας από ψάρι, που του έχουν αφαιρεθεί τα κόκαλα: ~ ψαριού / χελιού / πέστροφας. II. στενή διακοσμητική λωρίδα δαπέδου (από μάρμαρο, μωσαϊκό, ξύλο κτλ.). φιλετάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. filetto]

φίλτρο 1 το [fíltro] Ο39 : γενικός χαρακτηρισμός συσκευών, μηχανισμών, οργάνων ή υλικών που επιτρέπουν εκλεκτικά να περνούν από μέσα τους διάφορες μορφές ύλης ή ενέργειας. 1. συσκευή, μηχανισμός που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό στερεών υλών από υγρές ή αέριες: ~ λαδιού / αέρα. Tο ~ του καφέ / του τσιγάρου. Οι βιομηχανίες υποχρεώνονται να βάζουν φίλτρα στις καμινάδες, για να μη ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα. Έλεγχος / αλλαγή / καθαρισμός / εγκατάσταση φίλτρου. || (επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει ή λειτουργεί ως φίλτρο: Tο πράσινο στις πόλεις είναι ~ κατά της μόλυνσης. 2. υλικό διάφορων ειδών που επιτρέπει εκλεκτικά να περνούν από μέσα του υγρές ή αέριες ουσίες: H άμμος χρησιμοποιείται συχνά σαν ~. 3. (οπτ., φωτογρ.) μηχανισμός (από κρύσταλλο, ζελατίνα κτλ.) μέσο του οποίου απορροφώνται ορισμένα (ανεπιθύμητα) τμήματα ακτινοβολιών του χρωματικού φάσματος: Φωτογράφιση / κινηματογράφηση με ~. 4. (ηλεκτρολ.) μηχανισμός που αποτελείται από κύκλωμα ηλεκτρικών αγωγών, το οποίο επιτρέπει τη διέλευση μόνο εναλλασσόμενου ρεύματος ορισμένων συχνοτήτων: ~ υψηλών / χαμηλών συχνοτήτων. Aντιπαρασιτικό / ηλεκτρικό ~. Tα φίλτρα περιορίζουν τα παράσιτα και βελτιώνουν την ποιότητα του ήχου.

[1, 2: ιταλ. filtro < γαλλ. filtre· 3, 4: σημδ. γαλλ. filtre]

< Προηγούμενο   1... 65 66 [67] 68 69 ...73   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες