Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 312 εγγραφές [241 - 250] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαλατικό το [salatikó] Ο38 : γενική ονομασία για κάθε λαχανικό το οποίο είναι κατάλληλο για σαλάτα. || η σαλάτα1.
[σαλάτ(α) -ικό, ουδ. του -ικός]
- σερπετό το [serpetó] Ο38 : (λαϊκότρ.) το ερπετό.
[αρχ. ἑρπετόν παρετυμ. σέρνω]
- σιδερικό το [siδerikó] Ο38 : αντικείμενο ή κομμάτι από σίδερο. || (λαϊκ.) το πιστόλι.
[σίδερ(ο) -ικό, ουδ. του -ικός]
- σιτηρά τα [sitirá] Ο38 : γενική ονομασία κατηγορίας φυτών στα οποία ανήκουν το σιτάρι, το κριθάρι, ο αραβόσιτος, η σίκαλη κ.ά.· δημητρια κά.
[λόγ. < ελνστ. τά σιτηρά (αρχ. σιτηρός `που αναφέρεται στο σιτάρι΄)]
- σκατό το [skató] Ο38 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. (χυδ.) τα περιττώματα του ανθρώπου, αλλά και των ζώων· κόπρανα. (έκφρ.) σαν τις μύγες* στο ~. ΦΡ ξεραίνει* το ~ του (και το κάνει παξιμάδι). β. (μτφ., προφ.) για οτιδήποτε θεωρείται άθλιο, τιποτένιο, χωρίς αξία: Tι σκατά είναι αυτά! Όλοι τα ίδια σκατά είναι! (έκφρ.) σκατά κι απόσκατα*. σκατά πατημένα, με έμφαση, για να επιτείνουμε την έννοια της αποτυχίας, της αθλιότητας κτλ. (υβρ.) σκατά να φας! σκατά στα μούτρα σου! σκατά!, αναφώνηση που εκφράζει αγανάκτηση, δυσαρέσκεια ή οργισμένη άρνηση. || Mαζί φάγανε τα σκατά! Έπεσε / είναι μέσα στα σκατά, για ενέργειες ή καταστάσεις ηθικής αθλιότητας. || για να δηλώσει αποτυχία: Tα κάνω σκατά, αποτυχαίνω τελείως. Σκατά έγινε η δουλειά, δεν πέτυχε, χάλασε. 2. (οικ.) α. (μειωτ.) για πρόσωπο, συνήθ. για άπειρο νεαρό άτομο: Ήρθε ένα ~ να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. β. χαϊδευτικά για μικρό παιδί: Kοίτα, το ~, τι έφτιαξε!
σκατούλι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2β. σκατουλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. σκατόν < ελνστ. πληθ. *σκατά (πρβ. ελνστ. σκάτα) < αρχ. ὁ σκώρ, γεν. σκατός· σκατ(ό) -ούλι· σκατούλ(ι) -άκι]
- σκαφτικά τα [skaftiká] Ο38 : η αμοιβή για το σκάψιμο.
[σκάφτ(ω) (< αρχ. σκάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]
- σκεπτικό το [skeptikó] Ο38 : το αιτιολογικό μιας δικαστικής συνήθ. απόφασης: Bγήκε στο φως το πόρισμα· το ~, τα έγγραφα και όλο το αποδεικτικό υλικό. Mε ποιο ~ οδηγήθηκες σ΄ αυτή την απόφαση;
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. σκεπτικός `που σκέφτεται΄ σημδ. γαλλ. le considérant]
- σκολειό το [skoló] Ο38 : (λαϊκότρ.) το σχολείο.
[ελνστ. σχολεῖον `χώρος διδασκαλίας, σχολή΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] και με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- σκουπιδαριό το [skupiδarjó] Ο38 : τόπος γεμάτος σκουπίδια. || (επέκτ.) χαρακτηρισμός βρόμικου και ακατάστατου χώρου: Tι ~ είναι αυτό εδώ μέσα; ~ έγινε το σπίτι.
[σκουπίδ(ι) -αριό]
- σπαρτό το [spartó] Ο38 : 1. χωράφι στο οποίο καλλιεργούνται σιτηρά. 2. (πληθ.) τα σιτηρά.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. σπαρτός]



