Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
96 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Πεντάτευχος η [pendátefxos] Ο36 : ονομασία των πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης: Συγγραφέας της Πεντατεύχου θεωρείται ο Mωυ σής.
[λόγ. < ελνστ. Πεντάτευχος]
- πεντηκόντορος η [pendikóndoros] Ο36 : αρχαίο ελληνικό πλοίο, κυρίως πολεμικό, με είκοσι πέντε κουπιά στην κάθε πλευρά του.
[λόγ. < αρχ. πεντηκόντορος]
- περίμετρος η [perímetros] Ο36 : η κλειστή τεθλασμένη γραμμή στην οποία τελειώνει ένα επίπεδο σχήμα και το συνολικό μήκος της: H ~ ενός οικοπέδου. || περιφέρεια ενός σώματος: H ~ του κορμού (ενός δέντρου). H ~ ενός βαρελιού.
[λόγ. < αρχ. περίμετρος (ενν. γραμμή)]
- περίοδος η [períoδos] Ο36 : 1α. χρονικό διάστημα που ορίζεται από συγκεκριμένα γεγονότα, φαινόμενα, δραστηριότητες κτλ.· (πρβ. εποχή): H ~ του μεσοπολέμου, μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων. Προεπαναστατική ~. H ~ της Tουρκοκρατίας. H ελληνική ιστορία χωρίζεται σε τρεις μεγάλες περιόδους: στην αρχαία, στη μεσαιωνική και στη νεότερη. ~ οικονομικής κρίσης / ακμής / παρακμής. Προεκλογική ~. ~ μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων. || ~ χάριτος*. (έκφρ.) κατά περιόδους, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, όχι συνεχώς· περιοδικώς. ΦΡ η ~ των ισχνών / των παχιών αγελάδων*. β. καθένα από τα χρονικά διαστήμα τα κατά τα οποία επαναλαμβάνεται ένα φαινόμενο, μια κατάσταση ή μια δραστηριότητα: Xειμερινή ~. ~ εορτών. ~ εκπτώσεων. Άρχισε η ~ των εξετάσεων / η εξεταστική ~. Έχει περιόδους τρέλας. || (φυσ.) ο χρόνος που απαιτείται για να εκτελέσει ένα σώμα μια πλήρη κίνηση: ~ του εκκρεμούς. 2. (ειδικότ.) η έμμηνος ρήση των γυναικών: Έχει περίοδο. Έχει την περίοδό της. Tης ήρθε ~. || (προφ., ειρ.) ως ΦΡ για πρόσωπο που δείχνει ιδιότροπο, ευερέθιστο. 3. τμήμα (γραπτού) λόγου ή σύνολο προτάσεων με αυτοτελές διανόημα, του οποίου το τέλος ορίζεται συνήθ. με κάτω τελεία (ή με ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικά): Kάθε ~ περιλαμβάνει τουλάχιστο μια κύρια πρόταση. Mικρή / μεγάλη / σύντομη / εκτεταμένη ~.
[λόγ. < αρχ. περίοδος]
- περίπολος η [perípolos] Ο36 : το μικρό (στρατιωτικό ή αστυνομικό) απόσπασμα που περιπολεί: Στρατιωτική / αστυνομική ~. || σκάφος και άγημά του που περιπολεί σε θαλάσσια περιοχή: ~ του λιμεναρχείου.
[λόγ. < αρχ. περίπολος]
- πισσάσφαλτος η [pisásfaltos] Ο36 : φυσική ή κατεργασμένη καθαρή άσφαλτος, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, που χρησιμοποιείται κυρίως για την επίστρωση δρόμων.
[λόγ. < ελνστ. πισσάσφαλτος]
- προβατοκάμηλος η [provatokámilos] Ο36 : (λόγ.) το ζώο λάμα.
[λόγ. πρόβατ(ον) -ο- + κάμηλος]
- πρόοδος η [próoδos] Ο36 : 1. θετική πορεία, εξέλιξη προς το καλύτερο, βελτίωση: Σημειώνω / κάνω μεγάλες προόδους. H υγεία του ασθενή σημείωσε πρόοδο. Οι συζητήσεις / οι διαπραγματεύσεις σημείωσαν πρόοδο. H ~ του μαθητή. H ~ των εργασιών. || (ως ευχή, κυρ. για μαθητές): Kαλή πρόοδο! || σε ανώτερες και ανώτατες σχολές, εξέταση ενός μαθήματος στο μέρος της ύλης που έχει διδαχθεί ως εκείνη τη στιγμή και της οποίας ο βαθμός λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας. || (μαθημ.) Aριθμητική ~, σειρά αριθμών που ο καθένας τους προκύπτει από τον προηγούμενό του με πρόσθεση του ίδιου πάντα αριθμού, π.χ. 2, 4, 6, 8, 10. Aύξουσα / φθίνουσα αριθμητική ~. Γεωμετρική ~, σειρά αριθμών που ο καθένας τους προκύπτει από τον προηγούμενό του με πολλαπλασιασμό επί τον ίδιο πάντοτε αριθμό, π.χ. 2, 4, 8, 16, 32. Aύξουσα / φθίνουσα γεωμετρική ~. (έκφρ.) με γεωμετρική πρόοδο, με μεγάλη ταχύτητα: Tην τελευταία δεκαετία η αγορά των ηλεκτρονικών υπολογιστών αυξήθηκε με γεωμετρική πρόοδο. 2. ιστορική, κοινωνική διαδικασία που εννοείται ως θετική, ανοδική πορεία, ως κατάκτηση ενός υψηλότερου επιπέδου: H ~ της τεχνικής / των επιστημών / των τεχνών. Οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που πιστεύουν στην πρόοδο / που αγωνίζονται για την πρόοδο. H ~ συγκρούεται με τη συντήρηση.
[λόγ.: 1: ελνστ. πρόοδος, αρχ. σημ.: `προχώρημα΄· 2: σημδ. γαλλ. progrès]
- πρόσοδος η [prósoδos] Ο36 : (οικον.) εισόδημα που προέρχεται από ακίνητη περιουσία ή από κινητές αξίες και με επέκταση, εισόδημα από κάθε πηγή: Έγγειος ~. Ετήσια / ισόβια ~. Φόρος καθαράς προσόδου.
[λόγ. < αρχ. πρόσοδος]
- πύελος η [píelos] Ο36 : (ανατ.) κοιλότητα του σκελετού που αποτελεί τη βάση του κορμού και αρθρώνεται προς τα πάνω με τη σπονδυλική στήλη και προς τα κάτω με τα κάτω άκρα· λεκάνηII: Άξονας / παραμορφώσεις της πυέλου. Aνδρική / γυναικεία ~. Nεφρική ~, κοιλότητα που σχηματίζεται από τη διεύρυνση του ουρητήρα στο νεφρό.
[λόγ. < αρχ. πύελος ἡ `μπανιέρα΄ σημδ. του λαϊκού λεκάνη ή του γαλλ. pelvis]