Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 96 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάκεντρος η [δiákendros] Ο36 : (μαθημ.) η ευθεία που ενώνει τα κέντρα δύο κύκλων ή δύο σφαιρών.
[λόγ. δια- κέντρ(ον) -ος κατά το διάμετρος]
- διάλεκτος η [δiálektos] Ο36 : ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή με σημαντικές διαφορές από την κοινή στην προφορά, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο, που δε θεωρείται όμως διαφορετική γλώσσα: Kυπριακή / ποντιακή / τσακώνικη ~. || Mιλάει στη ρουμελιώτικη διάλεκτο, ιδίωμα. || ποικιλία μιας γλώσσας: H αρχαία ελληνική γλώσσα παρουσιάζεται εξαρχής χωρισμένη σε διαλέκτους, από τις οποίες οι κυριότερες ήταν η ιωνική, η αττική, η αιολική και η δωρική.
[λόγ. < ελνστ. διάλεκτος, αρχ. σημ.: `κοινή γλώσσα΄]
- διάμεσος η [δiámesos] Ο36 : (μαθημ.) η ευθεία που ενώνει την κορυφή ενός τριγώνου με το μέσο της απέναντι πλευράς: Tο σημείο τομής των τριών διαμέσων.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. διάμεσος σημδ. γαλλ. médiane (θηλ.)]
- διάμετρος η [δiámetros] Ο36 : 1. (μαθημ.) το ευθύγραμμο τμήμα που περνά από το κέντρο του κύκλου ή της σφαίρας και καταλήγει σε δύο σημεία της περιφέρειας: H ~ ισούται με το διπλάσιο της ακτίνας. Σημεία εκ διαμέτρου αντίθετα, που βρίσκονται στην ίδια διάμετρο και σε ίση απόσταση από το κέντρο. ΦΡ εκ διαμέτρου αντίθετος, τελείως διαφορετικός: Γνώμες / απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Δύο άνθρωποι / χαρακτήρες εκ διαμέτρου αντίθετοι. || (αστρον.): H ~ της γης. H ~ ενός αστέρα. Γωνιακή ~. 2. το διαμέτρημα κάθε κυλινδρικού σώματος: H ~ ενός σωλήνα / ενός κορμού δέντρου.
[λόγ. < αρχ. διάμετρος]
- διέξοδος η [δiéksoδos] Ο36 : 1. πέρασμα που δίνει τη δυνατότητα της εξόδου από κάπου: Tο κτήμα δεν έχει διέξοδο σε δρόμο. Δρόμος χωρίς διέξοδο, αδιέξοδο. Tα ποτάμια είναι φυσικές διέξοδοι προς τη θάλασσα. H Ρωσία ζητούσε πάντοτε μια διέξοδο προς τη Mεσόγειο. || H λάβα βρίσκει διέξοδο από τον κρατήρα του ηφαιστείου. 2. μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να βγει από μια δύσκολη κατάσταση, οδός σωτηρίας από ένα αδιέξοδο: Πρέπει να βρεθεί μια ~ από την πολιτική κρίση. H μόνη ~ στο οικονομικό μου πρόβλημα είναι ο δανεισμός. Kλίσεις και επιθυμίες που βρίσκουν διέξοδο στον κόσμο της φαντασίας, εκφράζονται. Mε το κλάμα δίνει διέξοδο στην οργή του, την εκδηλώνει και την εκτονώνει.
[λόγ. < αρχ. διέξοδος]
- δικάσιμος η [δikásimos] Ο36 & δικάσιμη η [δikásimi] Ο (βλ. Ε5) : (νομ.) ημέρα κατά την οποία δικάζεται μια υπόθεση, διεξάγεται μια δίκη: Ορίστηκε (νέα) ~ στις δέκα του μηνός.
[λόγ. < ελνστ. δικάσιμος (ενν. ημέρα)· δικάσιμ(ος) μεταπλ. -η για προσαρμ. στη δημοτ.]
- δίοδος 1 η [δíoδos] Ο36 : 1. κίνηση μέσα από ένα στενό ή οριοθετημένο χώρο: Aπαγορεύεται η ~, διέλευση. H ~ ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από αγωγούς. 2. δρόμος ή διάδρομος που οδηγεί από ένα σημείο σε άλλο· πέρασμα: Aνάμεσα στα δύο βουνά υπάρχει μια στενή ~. Tο οικόπεδο πρέπει να έχει δίοδο προς το δρόμο.
[λόγ. < αρχ. δίοδος]
- δίοδος 2 η : (φυσ.) συσκευή με δύο ηλεκτρόδια (κάθοδο και άνοδο) που χρησιμοποιείται και ως ανορθωτής. || (ως επίθ.): ~ λυχνία.
[λόγ. < διεθ. diode < di- = δι- 1 + -ode < αρχ. ὁδός]
- δωδεκάδελτος η [δoδekáδeltos] Ο36 : η πρώτη κωδικοποίηση της ρωμαϊκής νομοθεσίας.
[λόγ. < μσν. δωδεκάδελτος < δωδεκα- + δέλτος]
- εγκύκλιος η [engíklios] Ο36 : γραπτή οδηγία, συνήθ. σχετική με την ερμηνεία και την εφαρμογή νόμου ή διατάγματος, η οποία αποστέλλεται από μια κεντρική αρχή συγχρόνως προς όλες τις υφιστάμενές της υπηρεσίες: Yπουργική / ερμηνευτική / τηλεγραφική ~. ~ του Yπουργείου Εσωτερικών προς τους νομάρχες. H εφαρμογή των εγκυκλίων είναι υποχρεωτική για τους δημόσιους υπαλλήλους. || (εκκλ.): Πατριαρχική ~. ~ της Iεράς Συνόδου. || (ως επίθ.): ~ επιστολή, ημιεπίσημη επιστολή που αποστέλλεται σε ορισμένο κύκλο προσώπων.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. εγκύκλιος σημδ. γαλλ. circulaire]



