Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 15 εγγραφές [11 - 15] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σορός η [sorós] Ο34 : επίσημος χαρακτηρισμός ανθρώπινου πτώματος που προορίζεται για ενταφιασμό· λείψανο: H ~ του ποιητή θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
[λόγ. < αρχ. σορός ἡ `φέρετρο΄]
- σποδός η [spoδós] Ο34 : η στάχτη από την καύση νεκρού, ό,τι μένει από το πτώμα μετά την καύση.
[λόγ. < αρχ. σποδός]
- στενωπός η [stenopós] Ο34 : 1. (λόγ.) στενή διάβαση ιδίως ανάμεσα σε βουνά· στενό2α. 2. (μτφ.) η δύσκολη φάση ορισμένης ενέργειας, διαδικασίας κτλ.: H εθνική οικονομία βρίσκεται σε / περνάει από στενωπό. Ελπίζουμε να βγούμε κάποτε από τη στενωπό.
[λόγ. < αρχ. στενωπός, ὁ μεταπλ. σε θηλ. κατά το δίοδος, για να δείχνει πιο λόγ.]
- τροφός η [trofós] Ο34 : 1. γυναίκα που θήλαζε ξένο βρέφος· παραμάνα 1. 2. γυναίκα που αναλαμβάνει, με αμοιβή, να μεγαλώσει στο σπίτι της ένα παιδί.
[λόγ. < αρχ. τροφός (στη σημ. 1)]
- φηγός η [fiγós] Ο34 : (λόγ.) η οξιά.
[λόγ. < αρχ. φηγός]



