Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο33 (δύναμη, δύναμης / δυνάμεως, δυνάμεις)
2.388 εγγραφές [2321 - 2330]
φωταγώγηση η [fotaγójisi] Ο33 : ο (εορταστικού συνήθ. χαρακτήρα) φωτισμός χώρων, κτιρίων, δρόμων κτλ. με άπλετο φως· φωταγωγία: Aποφασίστηκε η ~ της πόλης κατά τον εορτασμό του πολιούχου αγίου.

[λόγ. φωταγωγη- (φωταγωγώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. illumination]

φώτιση η [fótisi] Ο33 : η διάγνωση και η επιλογή του ορθού, ως δυνατότητα που εκπορεύεται από το Θεό: Ο Θεός να σου δίνει ~. || (ευχή) Kαλή ~!

[ελνστ. φώτι(σις) -ση]

φωτογράφιση η [fotoγráfisi] & φωτογράφηση η [fotoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια του φωτογραφίζω, η λήψη φωτογραφίας: Aπαγορεύεται η ~ στρατιωτικών εγκαταστάσεων. H ~ της γης από δορυφόρο.

[λόγ. φωτογραφι- (φωτογραφίζω) -σις > -ση· λόγ. φωτογραφη- (φωτογραφώ) -σις > -ση]

φωτομέτρηση η [fotométrisi] Ο33 : η μέτρηση της έντασης ή της ποσότητας του φωτός.

[λόγ. φωτο- 1 + μέτρη(σις) -ση]

φωτοσκίαση η [fotoskíasi] Ο33 : ο συνδυασμός ανοιχτών και σκούρων χρωμάτων σε ζωγραφικούς πίνακες ή σε φωτογραφίες.

[λόγ. φωτο- 1 + σκία(σις) -ση]

φωτοσύνθεση 1 η [fotosínθesi] Ο33 : (βιολ.) η παραγωγή θρεπτικών οργα νικών ουσιών στα (πράσινα) φυτά με την επίδραση του (ηλιακού) φωτός.

[λόγ. < γερμ. Ρhotosynthese < Ρhoto- = φωτο- 1 + Synthese = σύνθε(σις) -ση]

φωτοσύνθεση 2 η : (τυπ.) η φωτοστοιχειοθεσία.

[λόγ. φωτο- 2 + σύνθε(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. photocomposition (photo- = φωτο- 2)]

φωτοταχυμέτρηση η [fototaximétrisi] Ο33 : η φωτοταχυμετρία.

[λόγ. φωτοταχύ(μετρον) -μέτρηση]

φωτοτύπηση η [fototípisi] Ο33 : η ενέργεια του φωτοτυπώ.

[λόγ. φωτοτυπη- (φωτοτυπώ) -σις > -ση]

χαλάρωση η [xalárosi] Ο33 : χαλάρωμα. 1α. έλλειψη συνεκτικότητας, συνοχής: H ~ (των ιστών) του σώματος. β. μείωση της τάσης: ~ των νεύρων / των μυών. 2. (μτφ.) α. μετριασμός της αυστηρότητας: ~ της πειθαρχίας. || ~ των οικογενειακών δεσμών. ANT σύσφιξη. β. μείωση της ενεργητικότητας, της δραστηριότητας: ~ στο ρυθμό δουλειάς. ~ της διεθνούς εντάσεως. || ξεκούραση: Ψυχική και σωματική ~.

[λόγ. χαλαρω- (δες χαλαρώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 231 232 [233] 234 235 ...239   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες