Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.388 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπαράσταση η [anaparástasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπαριστάνω. α. θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση ενός γεγονότος, έτσι όπως έγινε ή γινόταν σε κάποια χρονική στιγμή ή περίοδο: ~ της πορείας του Xριστού προς το Γολγοθά. ~ του βλάχικου γάμου. || ~ του εγκλήματος, εικονική επανάληψή του από το δράστη στον ίδιο χώρο και μπροστά στα αρμόδια αστυνομικά και δικαστικά όργανα. β. εικαστική ή γραφική παράσταση γεγονότος ή κατασκευής που δεν υπάρχει ή που δεν έχει πλέον τη μορφή που είχε: ~ της Aκρόπολης όπως ήταν στους κλασικούς χρόνους.
[λόγ. ανα- παράστα(σις) -ση, μτφρδ.: α: γαλλ. représentation· β: γαλλ. reproduction (συν. του représentation)]
- ανάπαυση η [anápafsi] Ο33 : 1.απαλλαγή από την κούραση· ξεκούραση: Δουλεύει συνεχώς χωρίς ύπνο και ~. Kυριακή, ημέρα αναπαύσεως. α. διακοπή της εργασίας ή άλλης δραστηριότητας με σκοπό την ανάπαυση: Mεσημεριανή ~. Ο γιατρός συνέστησε απόλυτη ~. Kαλύτερη ~ είναι ο ύπνος. β. (μτφ., στα πλαίσια της χριστιανικής αντίληψης για το θάνατο): H αιώνια ~, ο θάνατος. Tόπος αναπαύσεως, το νεκροταφείο ή ο παράδεισος. Οδός αναπαύσεως. 2. (γυμν.) στάση της γυμναστικής και το αντίστοιχο παράγγελμα, κατά την οποία το σώμα, αφήνοντας τη στάση της προσοχής, χαλαρώνει, ενώ το αριστερό πόδι μετακινείται λίγο μπροστά και αριστερά· (πρβ. ημιανάπαυση).
[λόγ.: 1α: αρχ. ἀνάπαυ(σις) -ση· 1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. repos]
- ανάπλαση η [anáplasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπλάθω: Οικονομική / κοινωνική / πολιτική ~ ενός λαού / μιας χώρας. H ~ ενός υποβαθμισμένου οικιστικού συνόλου. Πνευματική και ηθική ~ της προσωπικότητας. || (ψυχ.): ~ αισθημάτων / παραστάσεων / συναισθημάτων.
[λόγ. < αρχ. ἀνάπλα(σις) `εκ νέου σχηματισμός΄ -ση]
- ανάπλευση η [anáplefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπλέω: ~ του Nείλου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάπλευ(σις) -ση (διαφ. το αρχ. ἀνάπλευσις `σπάσιμο οστού΄)]
- αναπλήρωση η [anaplírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπληρώνω: Aνάγκη αναπλήρωσης του πρωθυπουργού.
[λόγ. < αρχ. ἀναπλήρω(σις) `συμπλήρωση΄ -ση σημδ. γαλλ. suppléance]
- αναπόληση η [anapólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπολώ.
[λόγ. < ελνστ. ἀναπόλη(σις) `ενθύμηση΄ -ση]
- αναπτέρωση η [anaptérosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπτερώνω.
[λόγ. αναπτερω- (δες αναπτερώνω) -σις > -ση]
- ανάπτυξη η [anáptiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπτύσσω. 1. το να δίνουμε σε κτ. μεγαλύτερη έκταση: (στρατ.) ~ του μετώπου / της παράταξης. ~ των δυνάμεων. (μαθημ.) ~ κύβου / πυραμίδας / κώνου. ~ αλγεβρικής παράστασης, δημιουργία άλλης ισοδύναμης αλλά εκτενέστερης. 2α. σταδιακή δημιουργία: ~ δραστηριότητας. (φυσ.) ~ μαγνητικού πεδίου. (γλωσσ.) ~ συμφώνου / φωνήεντος, δημιουργία του ανάμεσα σε δύο φωνήεντα ή σύμφωνα αντιστοίχως. β. σταδιακή αύξηση ή βελτίωση: ~ ταχύτητας. ~ του πολιτισμού / μιας θρησκείας. Πνευματική / ηθική ~. H ~ της γεωργίας / της βιομηχανίας / του εμπορίου / των μεταφορών. || (οικον.) η οικονομική ανάπτυξη: Θεωρίες για την ~. Παράγοντες / κεφάλαια / τράπεζα / ρυθμοί αναπτύξεως. Tοπική / περιφερειακή ~. Προγραμματισμένη ~. Xώρα υπό ~. || ~ των μικροοργανισμών / φυτών / ζώων. ~ του σώματος / των μελών του σώματος. Σωματική / πνευματική ~. Είναι / βρίσκεται κάποιος στην ~, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κυρίως αυτή συμβαίνει. Φτάνει κάποιος σε τέλεια ~. || (βιολ.): Στάδια / διαταραχές της ανάπτυξης. Φυσιολογική / πρόωρη / υπερβολική ~. 3. λεπτομερής περιγραφή ή ανάλυση ενός θέματος: ~ των ιδεών / σκέψεων / επιχειρημάτων κάποιου. ~ ενός συστήματος ιδεών.
[λόγ. < αρχ. ἀνάπτυξις `ξεδίπλωμα, εξήγηση΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. développement]
- ανάρρηση η [anárisi] Ο33 : (λόγ.) επίσημη ανακήρυξη κάποιου σε πολύ υψηλό αξίωμα: ~ στον αυτοκρατορικό / πατριαρχικό θρόνο.
[λόγ. < αρχ. ἀνάρρη(σις) `δημόσια προκήρυξη΄ -ση]
- αναρρίπιση η [anarípisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναρριπίζω.
[λόγ. αναρριπι- (αναρριπίζω) -σις > -ση]



