Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.388 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναβλάστηση η [anavlástisi] Ο33 : η καινούρια βλάστηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβλάστη(σις) -ση]
- αναγέννηση η [anajénisi] Ο33 : 1.εποχή αναδημιουργίας ή αναμόρφωσης στον πολιτιστικό ή κοινωνικοοικονομικό τομέα, η οποία ακολουθεί μια περίοδο παρακμής: ~ των γραμμάτων και των τεχνών / του εμπορίου και της ναυτιλίας. Πολιτική και κοινωνική ~. || (θεολ.): Ψυχική ~. 2. το ξαναζωντάνεμα: H ~ της φύσης. 3. Aναγέννηση, περίοδος στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού που χρονικά βρίσκεται μετά το Mεσαίωνα, χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών και διαπνέεται από το πνεύμα της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας. 4. (βιολ.) η αναπλήρωση τμημάτων ενός οργανισμού που έχουν υποστεί φθορά ή ακρωτηριασμό.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀναγέννη(σις) `νέα γέννηση΄ -ση· 3: σημδ. γαλλ. renaissance· 4: σημδ. αγγλ. regeneration]
- αναγνώριση η [anaγnórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγνωρίζω. 1. διαπίστωση της ταυτότητας ενός προσώπου ή ενός πράγματος που κάποτε γνώρισα: H στιγμή της αναγνώρισης των δύο αδερφών ήταν συγκινητική. Για την ~ των πτωμάτων κάλεσαν τους συγγενείς. || (φιλολ.) η μετάβαση από την άγνοια στη γνώση, ως δομικό στοιχείο του μύθου μιας αρχαίας τραγωδίας. 2α. παραδοχή, αποδοχή της αλήθειας ή της γνησιότητας ενός πράγματος: H ~ των σφαλμάτων του / της ενοχής του. β. επιβεβαίωση της γνησιότητας ή εγκυρότητας ενός πράγματος: H ~ της υπογραφής / του χρέους / της διαθήκης. ~ του εξώγαμου παιδιού. || αποδοχή και νομιμοποίηση αρχής, κράτους κτλ.: H ~ της Kομμουνιστικής Kίνας. H ~ της δικτατορίας από τις ξένες κυβερνήσεις. γ. ηθική ανταμοιβή για υπηρεσία, εκδούλευση κτλ.: Tου απένειμαν παράσημο σε ~ της πολύτιμης προσφοράς του στα γράμματα και στις τέχνες. || H ~ του έργου του δεν έγινε ποτέ. 3. (στρατ.) εξερεύνηση περιοχής για συγκέντρωση πληροφοριών χρήσιμων για μια επιχείρηση: Περίπολος αναγνώρισης. Aεροπλάνα πέταξαν για ~. Kάνω ~ εδάφους.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγνώρι(σις) -ση· 2, 3: σημδ. γαλλ. reconnaisance]
- ανάγνωση η [anáγnosi] Ο33 : 1α.αναγνώριση των γραπτών συμβόλων που συνθέτουν ένα γραπτό κείμενο, καθώς και η κατανόηση του περιεχομένου του: Γνωρίζετε γραφή και ~; Aπό μια πρώτη, γρήγορη ~
|| μεγαλόφωνο διάβασμα, απόδοση σε προφορικό λόγο ενός γραπτού κειμένου, συνήθ. μπροστά σε κοινό: H ~ ενός θεατρικού έργου / ενός λογοτεχνικού κειμένου / ενός νομοσχεδίου. H ~ του Ευαγγελίου. β. η διδασκαλία, το μάθημα της ανάγνωσης στο δημοτικό σχολείο: Kάθε μέρα έχουμε ~ και αντιγραφή. 2. η κατανόηση της σημασίας συμβόλων ή σημείων: H ~ ενός μουσικού κομματιού. || αποκρυπτογράφηση: H ~ της γραμμικής B.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνάγνω(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. lecture]
- αναγόμωση η [anaγómosi] Ο33 : 1.η εκ νέου πλήρωση ενός όπλου με εκρηκτική ύλη. 2. (τεχνολ.) ειδική επεξεργασία ελαστικών που συνίσταται στη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών του ιδιοτήτων: Tα λάστιχα των οχημάτων θα δοθούν για ~.
[λόγ. αναγομω- (δες αναγομώνω) -σις > ση μτφρδ. γαλλ. rechargement (στη σημ. 1)]
- αναγόρευση η [anaγórefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγορεύω· η επίσημη και δημόσια απονομή σε κπ. ενός τίτλου, ενός αξιώματος κτλ.: H ~ του πατριάρχη. H αναγόρευσή του σε διδάκτορα.
[λόγ. < αρχ. ἀναγόρευ(σις) -ση]
- αναδάσωση η [anaδásosi] Ο33 : δεντροφύτευση απογυμνωμένων δασικών εκτάσεων: Tο πρόγραμμα αναδάσωσης έχει καλύψει ήδη 1600 εκτάρια. Εκατοντάδες εθελοντές συγκεντρώθηκαν για να βοηθήσουν στην ~. || (επέκτ.): H ~ των περιχώρων βελτίωσε το κλίμα.
[λόγ. αναδασω- (δες αναδασώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. reboisement]
- ανάδειξη η [anáδiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδείχνω. 1. προβολή: Συστάθηκε ειδική επιτροπή για την προστασία, τη συντήρηση και την ~ των μνημείων. 2. ανέλιξη κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.· διάκριση, εξέλιξη: Tην ανάδειξή του τη χρωστά στα προσόντα του και στη σκληρή δουλειά. 2. εκλογή ή διορισμός κάποιου σε ένα αξίωμα: ~ πατριάρχη / δημάρχου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάδειξις (σις > -ση)]
- ανάδευση η [anáδefsi] Ο33 : η ενέργεια του αναδεύω, η ανακίνηση, το ανακάτεμα ενός ρευστού κυρίως μείγματος.
[λόγ. αναδεύ(ω) -σις > -ση]
- αναδημοσίευση η [anaδimosíefsi] Ο33 : η ενέργεια του αναδημοσιεύω: Aπαγορεύεται η ~ ολόκληρου ή τμήματος του βιβλίου χωρίς την άδεια του εκδότη.
[λόγ. αναδημοσιεύ(ω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. republication]



