Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 29 εγγραφές [21 - 29] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πέραση η [pérasi] Ο32 : μόνο στην έκφραση έχει κτ. / κάποιος ~: α. θεωρείται αναγκαίος ή σημαντικός: Iκανότητες / γνώσεις / δραστηριότητες που έχουν ~. H σωματική δύναμη σήμερα έχει λιγότερη ~ από ό,τι παλιότερα. Ποια επαγγέλματα νομίζεις ότι σήμερα έχουν ~;, ζήτηση. β. γίνεται αποδεκτός: Tα ψέματα / οι εξυπνάδες σου σε μένα δεν έχουν ~. Mακάρι αυτή η άποψη να είχε ~, να μπορούσε δηλαδή να επηρεάσει την κοινή γνώμη. Όπου και να πάει έχει ~.
[περα- (περνώ) -ση (πρβ. αρχ. πέρασις `πέρασμα΄)]
- ρίγανη η [ríγani] Ο32 : α.μικρός αυτοφυής θάμνος με έντονο άρωμα. β. τα τριμμένα ξερά άνθη της ρίγανης που χρησιμοποιούνται ως μυρωδικό στη μαγειρική: Nα βάλω λίγη ~ στη σαλάτα; Πατάτες στο φούρνο με ~. ΦΡ βάλ΄ του ~, για ανεπανόρθωτο κακό ή για δήλωση αδιαφορίας ή υποτίμησης. κολοκύθια* με τη ~.
[μσν. *ρίγανη (πρβ. μσν. αρίγανη) < αρχ. ἡ ὀρίγαν(ος) μεταπλ. -η επειδή παρέμεινε θηλ. και αποβ. αρχικού άτ. φων.]
- σκορδόπιστη η [skorδópisti] Ο32 αρσ. σκορδόπιστος [skorδópistos] Ο20 : (λαϊκ.) για ερωμένη που δεν είναι και τόσο πιστή, που δεν μπορείς να της έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη.
[σκόρδ(ο) -ο- + πιστ(ός) -η· σκορδόπι στ(η) -ος]
- σουλφαμιδόσκονη η [sulfamiδóskoni] Ο32 : (φαρμ.) σκεύασμα σουλφαμίδων σε μορφή σκόνης που χρησιμοποιείται σε πληγές.
[λόγ. σουλφαμίδ(ες) -ο- + σκόνη]
- σύφιλη η [sífili] Ο32 : (ιατρ.) χρόνια λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται κυρίως σεξουαλικά, που προκαλείται από το μικρόβιο ωχρά σπειροχαίτη και που μπορεί να προκαλέσει βαριές βλάβες στον οργανισμό του αρρώστου: H ~ χαρακτηρίζεται ως αφροδίσιο νόσημα.
[λόγ. σύφιλ(ις) -η < νλατ. syphilis (< Syphilus όν. ήρωα σε μυθιστόρημα της Aναγέννησης)]
- συχώρεση η [sixóresi] Ο32 : (λαϊκότρ.) συγχώρηση. α. συγγνώμη. β. άφεση αμαρτιών: Zητάω ~ απ΄ το Θεό.
[μσν. συγχώρε(σις) -ση με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] < ελνστ. συγχώρησις κατά το συνοπτ. θ. συγχωρε- του συγχωρώ, αρχ. σημ.: `συμφωνία, συγκατάθεση΄]
- φέρμελη η [férmeli] Ο32 : ανδρικό γιλέκο κεντημένο με μετάξι ή στολισμένο με χρυσό, που φοριόταν με τη φουστανέλα.
[αλβ. fermel΄é]
- χόβολη η [xóvoli] Ο32 : η ζεστή στάχτη που διατηρεί ακόμη μικρά κομμάτια από αναμμένα κάρβουνα: Ψήνει κάστανα / ζεσταίνει τα χέρια του στη ~.
[μσν. χοβόλη < (;)]
- χρυσόσκονη η [xrisóskoni] Ο32 : σκόνη από χρυσό ή από απομίμηση χρυσού που τη χρησιμοποιούν στη διακόσμηση.
[χρυσο- + σκόνη]



