Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
429 εγγραφές [381 - 390] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τροφοβλάστη η [trofovlásti] Ο30 : (βιολ.) η εξωτερική στιβάδα των κυττάρων στα έμβρυα του ανθρώπου και πολλών άλλων θηλαστικών.
[λόγ. < γαλλ. trophoblaste < αρχ. τροφ(ή) -ο- + βλαστ(ός) -e = -η]
- τροχοπέδη η [troxopéδi] Ο30 : 1. (λόγ.) το φρένο, κυρίως του τρένου. 2. (μτφ.) για κτ. που εμποδίζει ή επιβραδύνει την εξέλιξη μιας διαδικασίας, μιας κατάστασης: Οι αντιδραστικές δυνάμεις αποτελούν ~ στην κοινωνική πρόοδο. Tο κράτος πρέπει να είναι ο μοχλός και όχι η ~ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. τροχοπέδη· 2: σημδ. του λαϊκού φρένο ή του γαλλ. frein]
- τρώγλη η [tróγli] Ο30 : 1. σπηλιά που τη χρησιμοποιούν ως κατοικία. 2. χαρακτηρισμός σπιτιού μικρού, σε άθλια κατάσταση, ανήλιου και συχνά υπόγειου.
[λόγ. < αρχ. τρώγλη `ποντικοφωλιά, σπηλιά΄]
- τσέπη η [tsépi] Ο30 : 1. είδος μικρής θήκης ραμμένης επάνω σε ρούχα και από το ίδιο ύφασμα με αυτά, όπου μπορεί κανείς να βάλει μικροαντικείμενα: ~ παντελονιού / παλτού / ζακέτας. Εσωτερική / εξωτερική / κρυφή / κολλητή / σκιστή ~. || θήκη σε τσάντες, σάκους, βαλίτσες κτλ. (έκφρ.) γυρνάει με τα χέρια στις τσέπες, χωρίς να κάνει τίποτε. ΦΡ τον έχω / τον βάζω στην ~ μου, ασκώ απόλυτο έλεγχο επάνω σε κπ. έχω κτ. στην ~ μου, έχω εξασφαλίσει κτ., είμαι σίγουρος ότι θα το πετύχω: Έχει το διορισμό στην ~ του. ξέρω κπ. / κτ. σαν την ~ μου, πολύ καλά. βάζω κτ. στην ~ μου, το οικειοποιούμαι. 2. για να δηλώσουμε την οικονομική κατάσταση, το οικονομικό κέρδος ή τα χρήματα στις ΦΡ έχει γεμάτη / φουσκωμένη ~, έχει οικονομική άνεση. (δεν) το αντέχει / το σηκώνει η ~ μου, (δεν) έχω την οικονομική ευχέρεια να αποκτήσω κτ. μένω με άδειες τσέπες, χωρίς λεφτά. έχει τρύπιες τσέπες, είναι πολύ σπάταλος. κοιτάει την ~ του, είναι φιλοχρήματος, συμφεροντολόγος. πληρώνω από την ~ μου, για έξοδα που επιβαρύνουν εμένα. βάζω στην ~ (μου), κλέβω ή αποκτώ παράνομα. βάζω το χέρι (βαθιά) στην ~, ξοδεύω, πληρώνω μεγάλα ποσά· έχει καβούρια η / στην ~ του, για τσιγκούνη που δύσκολα ξοδεύει. (γνωμ.) τα σάβανα δεν έχουν τσέπες, για να δηλώσουμε το μάταιο της αποθησαύρισης υλικού πλούτου. 3. (έκφρ.) της τσέπης, για αντικείμενο σε πολύ μικρό μέγεθος που χωράει σε μια τσέπη: Bιβλίο / λεξικό / υπολο γιστής τσέπης. Ρολόι τσέπης, σε αντιδιαστολή προς το ρολόι που φοριέται στο χέρι. || (επέκτ.) για κτ. που έχει μικρότερο μέγεθος σε σχέση με το κανονικό: Yποβρύχιο τσέπης.
τσεπάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρή τσέπη. β. ειδική μικρή τσέπη που τη ράβουν μέσα σε άλλη μεγαλύτερη: Tο ~ του παντελονιού / του γιλέκου / του σακακιού. ΦΡ βάζω / έχω κτ. / κπ. στο ~, έχω κτ. / κπ. σίγουρα στη διάθεσή μου. τσεπούλα η YΠΟKΟΡ. [τουρκ. cep (από τα αραβ.) -η (αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τζάμπα - τσάμπα)· τσέπ(η) -ούλα]
- τσιγαροθήκη η [tsiγaroθíki] Ο30 : μεταλλική ή δερμάτινη θήκη για τσιγάρα, επιτραπέζια ή της τσέπης· ταμπακιέρα.
[λόγ. σιγαροθήκη < σιγάρ(ον) -ο- + -θήκη ( [s > ts] κατά το τσιγάρο)]
- τύρβη η [tírvi] Ο30 : (λόγ.) θόρυβος, φασαρία που δημιουργεί ένα πλήθος ανθρώπων που βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση: Θέλει να ζήσει μακριά από την ~ της πόλης.
[λόγ. < αρχ. τύρβη]
- τυρίνη η [tiríni] Ο30 : (χημ.) λευκωματώδης ουσία που περιέχεται στο γάλα· καζεΐνη1.
[λόγ. τυρ(ός) -ίνη μτφρδ. γαλλ. caséine]
- τύρφη η [tírfi] Ο30 : ορυκτό που αποτελείται κυρίως από άνθρακα, έχει χρώμα καστανό, παράγεται από ποώδη φυτά που βρίσκονται σε ελώδεις εκτάσεις και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη· ποάνθρακας.
[λόγ. < αγγλ. turf -η (ορθογρ. δαν.)]
- τύφη η [tífi] Ο30 : (βοτ.) το φυτό ψάθα.
[λόγ. < ελνστ. τύφη]
- τύχη η [tíxi] Ο30 : 1α. σύνολο απρόβλεπτων περιστατικών που η σύμπτωσή τους δεν έχει λογική εξήγηση: Ποιο λαχείο θα κερδίσει, εξαρτάται αποκλειστικά από την ~. H επιτυχία στη ζωή είναι καμιά φορά και ζήτημα τύχης. Ό,τι φέρει η ~, όπως έρθουν οι περιστάσεις. ΦΡ αφήνω κτ. στην ~, δεν επεμβαίνω για να επηρεάσω την έκβασή του. το ρίχνω* στην ~. (επιρρ. έκφρ.) κατά ~, τυχαία: Tον συνάντησα κατά ~. στην ~, χωρίς σκέψη, χωρίς πρόγραμμα: Aγοράζει στην ~, ό,τι βρει μπροστά του. κατά καλή / κακή (μου, σου, του) ~ ή για καλή / κακή μου (σου, του) ~, ευτυχώς / δυστυχώς. β. σύμπτωση ευνοϊκών περιστάσεων· καλή τύχη. ANT ατυχία: Aυτός είχε / δεν είχε ~ στη ζωή του / στις δουλειές του. Έχει ~ στα χαρτιά. Είχε την ~ να έχει καλούς δασκάλους. ~ που την έχει!, τι τυχερός που είναι! Πού τέτοια ~, δυστυχώς δεν έχω τέτοια τύχη. Kλοτσάω την ~ μου, δεν εκμεταλλεύομαι κάποια πολύ καλή ευκαιρία. (ευχή) καλή ~, κυρίως σε κοπέλα για να πετύχει στο γάμο της. ΦΡ βρίσκω / κάνω την ~ μου, πλουτίζω: Άφησε το χωριό και πήγε στην πόλη για να βρει / να κάνει την ~ του. ~ βουνό*. ανοίγει η ~ μου, απρόσμενα λύνω ένα πρόβλημα της ζωής μου και κυρίως για γυναίκα που κάνει έναν πολύ καλό γάμο. ενώνω την ~ μου με κπ., παντρεύομαι με κπ. μίλησε με την ~ του, για κπ. που από τυχαίους παράγοντες πλούτισε ή πέτυχε κτ. άλλο. κοιμάται και η ~ του δουλεύει*. ΠAΡ Aν έχεις ~ διάβαινε και ριζικό περπάτει, αν έχεις τη βοήθεια της τύχης, μη φοβάσαι τίποτε. γ. υποθετική και ανεξήγητη δύναμη που θεωρείται υπεύθυνη για ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στον άνθρωπο: Tον ευνόησε / τον εγκατέλειψε η ~ (του). Έχει την εύνοια της τύχης. H ~ βοηθάει τους τολμηρούς. Οι ισχυροί κρατούν την ~ / τις τύχες της ανθρωπότητας στα χέρια τους. Tης τύχης τα γραμμένα, το ριζικό. Tον κυνηγάει / τον κατατρέχει η ~ του, μοίρα. (έκφρ.) ειρωνεία* της τύχης. (λόγ. έκφρ.) ~ αγαθή, με τη βοήθεια της καλής τύχης. ΦΡ του χαμογέλασε* η ~. δ. (κακοτυχία) μοίρα, ριζικό: Aυτή είναι η ~ των φτωχών! Ήταν της τύχης του κι αυτό! Για την ~ του ήταν κι αυτό!, για κπ. που έχει αλλεπάληλλες ατυχίες. (έκφρ.) είναι άξιος* της τύχης του. ΦΡ αφήνω κπ. / κτ. στην ~ του, τον εγκαταλείπω, αδιαφορώ γι΄ αυτόν. 2. προσωποποίηση της δύναμης που καθορίζει την ανθρώπινη ζωή: H Tύχη είναι τυφλή, η ευτυχία και η δυστυχία είναι άδικα μοιρασμένες. Γυρίζει ο τροχός της Tύχης, ούτε η ευτυχία ούτε η δυστυχία είναι μόνιμες. 3. (για άψ.) ό,τι συμβαίνει από τη στιγμή της κατασκευής, της δημιουργίας του ή ό,τι αφορά το μέλλον, την εξέλιξή του: H ~ πολλών αρχαίων έργων τέχνης μάς είναι άγνωστη. H αλόγιστη ανοικοδόμηση σημάδεψε αρνητικά την ~ της πρωτεύουσας.
[1-2: αρχ. τύχη· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. sort ή αγγλ. fate]