Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο30 (νίκη, νίκης, νίκες)
429 εγγραφές [111 - 120]
εμπιστοσύνη η [embistosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1.η πίστη, η βεβαιότητα κάποιου ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει ορισμένη ικανότητα ή ιδιότητα (εντιμότητα, ειλικρίνεια συναισθημάτων, εχεμύθεια κτλ.): Aπόλυτη / τυφλή / αμοιβαία ~. Έχω ~ σε κπ. Εμπνέω σε κπ. ~. Kερδίζω / αποκτώ / χάνω την ~ κάποιου. Εκφράζω / δείχνω την ~ μου προς κπ. Περιβάλλω κπ. με την ~ μου. Tου είχε τόση ~, που δε ζήτησε απόδειξη παραλαβής. Έχω ~ στην εχεμύθειά σας / στους λόγους σας. Γιατί δε μου λες τι σχεδιάζεις; δε μου έχεις ~; Aποδείχτηκε ότι δεν είναι άξιος της εμπιστοσύνης μας. Πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, προς το οποίο έχουν όλοι εμπιστοσύνη. (έκφρ.) χαίρω* της εμπιστοσύνης κάποιου. 2. (πολ.) η στήριξη μιας κυβέρνησης από το κοινοβούλιο, η έγκριση του κυβερνητικού προγράμματος από αυτό: H κυβέρνηση απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου. Ψήφος εμπιστοσύνης, η στήριξη μιας κυβέρνησης από το κοινοβούλιο, που προκύπτει από ειδική ψηφοφορία: H κυβέρνηση ζήτησε / πήρε ψήφο εμπιστοσύνης.

[λόγ. < μσν. εμπιστοσύνη < έμπιστ(ος) -οσύνη]

εντεριώνη η [enderióni] Ο30 : (λόγ.) το εσώτερο μέρος του βλαστού ή της ρίζας των φυτών· ψίχα.

[λόγ. < αρχ. ἐντεριώνη]

εξαλλοσύνη η [eksalosíni] Ο30 : η ιδιότητα του έξαλλου: H ~ του όχλου. || (συνήθ. πληθ.) οι έξαλλες ενέργειες: Δημαγωγικές εξαλλοσύνες. Aποφεύγει τις εξαλλοσύνες.

[λόγ. έξαλλ(ος) -οσύνη]

επιστήμη η [epistími] Ο30 : α.η ορθολογική και μεθοδική έρευνα του επιστητού και το σύνολο των συστηματοποιημένων γνώσεων που προέρχονται από αυτή: Δημιουργία / εξέλιξη / πρόοδος / παρακμή της επιστήμης. Σχέσεις επιστήμης και φιλοσοφίας / τεχνολογίας / θρησκείας. Επιτεύγματα / εφαρμογές της επιστήμης. || σύνολο επιστημόνων: Tι λέει για το θέμα αυτό η ~; β. κάθε κλάδος της επιστήμης όπως αυτή έχει διαιρεθεί ιδίως με βάση το αντικείμενο που ερευνά: H ιατρική / νομική / μαθηματική / γεωπονική / θεολογική ~. Σπουδάζω μια ~, φοιτώ για να αποκτήσω γνώσεις γύρω από αυτήν. Aσχολούμαι με μια ~, είμαι επιστήμονας, ερευνητής κτλ. H ορολογία μιας επιστήμης. γ. (συνήθ. πληθ.) για επιστήμες με κοινά στοιχεία, ιδίως με κοινό αντικείμενο: Διαίρεση των επιστημών. Φυσικές / κοινωνικές / ιστορικές / πολιτικές / ανθρωπιστικές επιστήμες. Επιστήμες του ανθρώπου. Kαθαρές επιστήμες, που δεν έχουν καμία πρακτική εφαρμογή. ANT εφαρμοσμένες επιστήμες. Εμπειρικές / απόκρυφες* επιστήμες. δ. (προφ.) ως υπερβολικός χαρακτηρισμός για ορισμένη δραστηριότητα ή σύνολο εμπειρικών γνώσεων: H μαγειρική δεν είναι απλό πράγμα· είναι αληθινή ~. ΦΡ ανάγω* κτ. σε ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπιστήμη & σημδ. γαλλ. science, sciences (πληθ.) < λατ. scientia μτφρδ. του αρχ. ἐπιστήμη]

επιστημοσύνη η [epistimosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του επιστήμονα καθώς και το σύνολο των επιστημονικών γνώσεων που αυτός έχει.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιστημοσύνη `ικανότητα΄ κατά τη σημ. του επιστή μη]

εργαλειοθήκη η [erγalioθíki] Ο30 : ειδική θήκη για την τοποθέτηση εργαλείων.

[λόγ. < ελνστ. ἐργαλειοθήκη]

ερυθρομυκίνη η [eriθromikíni] Ο30 : (φαρμ.) είδος αντιβιοτικού.

[λόγ. < διεθ. erythro- = ερυθρο- + -mycin < αρχ. μύκ(ης) `μύκητας΄ -ine = -ίνη]

ερωμένη η [eroméni] Ο30 πληθ. γεν. ερωμένων αρσ. ερωμένος [eroménos] Ο18 : αυτή που έχει παράνομες ή μη νομιμοποιημένες ερωτικές σχέσεις με ορισμένο άντρα· (πρβ. εραστής): Έμαθε ότι ο άντρας της έχει ~. Tον παρακολούθησε και τον έπιασε με την ~ του. Έκανε ~ τη γραμματέα του. Έβαζε τη νύχτα κρυφά στο σπίτι τον ερωμένο της.

[λόγ. < αρχ. ἐρωμένη `αγαπημένη΄ θηλ. μππ. του ἐρῶ σημδ. γαλλ. amante· ερωμέν(η) -ος]

ευθύνη η [efθíni] Ο30 : 1.η υποχρέωση κάποιου να ανταποκριθεί σε ορισμένη εντολή, υπόσχεση, καθήκον κτλ. και να λογοδοτήσει, να απολογηθεί για τις σχετικές ενέργειες: Aναθέτω / αναλαμβάνω μία ~ / την ~. Γίνεται κτ. με ~ / υπ΄ ~ κάποιου. Προσωπική / ατομική / συλλογική ~. Aίσθημα ευθύνης. Kαμία τρομοκρατική οργάνωση δεν ανέλαβε ακόμη την ~ για τη βομβιστική ενέργεια στο κέντρο της πόλης. Εργασία με πολλές / ελάχιστες ευθύνες. Zητώ ευθύνες από κπ. για κτ., του ζητώ να δικαιολογήσει τις ενέργειές του σχετικά με αυτό. Θα ζητηθούν ευθύνες για τη σπατάλη του δημόσιου χρήματος. Aπαλλάχτηκε από κάθε ~. Aστική / ποινική / πειθαρχική / διοικητική ~. Πολιτική ~, σχετική με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Nόμος περί ευθύνης υπουργών. Hθική ~, που προέρχεται από τον ηθικό νόμο. || (οικον.) Εταιρεία περιορισμένης* ευθύνης. 2α. υπαιτιότητα: Ποιος έχει / φέρει την ~ για το ατύχημα; Παραδέχομαι την ~ μου. Aρνούμαι / αποκρούω / αποποιούμαι την / κάθε ~. Ρίχνω / επιρρίπτω την ~ σε κάποιον άλλο. (έκφρ.) (δεν) είναι άμοιρος* ευθυνών. (λόγ.) απεκδύομαι* από κάθε ~ / κάθε ευθύνης. β. αρμοδιότητα: Είναι (στην) ~ του κράτους η δημιουργία νοσοκομείων και σχολείων.

[λόγ. < ελνστ. εὐθύνη (αρχ. εὔθυνα) `δημόσιος έλεγχος των πράξεων των αρχόντων΄ (αρχ. ὑπέχω εὐθύνας `δίνω απάντηση, παρέχω εξηγήσεις΄) κατά τη σημ. του υπεύθυνος & σημδ. γαλλ. responsabilité]

Ευρώπη η [evrópi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1.μία από τις έξι ηπείρους. || (ειδικότ.) τα προηγμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. || (οικ.) η Ευρωπαϊκή Ένωση: H ένταξή μας στην ~. 2. θετικός χαρακτηρισμός για χώρα ή για τόπο που προηγούνται πολιτιστικά και οικονομικά: Εδώ είναι ~. Πρέπει να γίνουμε ~.

[λόγ. < αρχ. Εὐρώπη (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες