Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο30 (νίκη, νίκης, νίκες)
429 εγγραφές [421 - 429]
χοάνη η [xoáni] Ο30 : 1.(τεχν.) κατασκευή που έχει σχήμα χωνιού. α. δοχείο από ανθεκτικό υλικό, με κυκλική διατομή που στενεύει προς τα κάτω, κατάλληλο για την τήξη, το βρασμό ή τη θέρμανση διάφορων υλικών· χωνευτήρι. β. μεγάλος μεταλλικός κύλινδρος για αποθήκευση ή μεταφορά διάφορων υλικών. 2. (ανατ.) για κοιλότητες του σώματος που έχουν σχήμα χοάνης: Οι χοάνες της μύτης. 3. (μτφ.) τόπος όπου συναντιούνται και συγχωνεύονται λαοί και πολιτισμοί: H αρχαία Aλεξάνδρεια υπήρξε μια τεράστια ~.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. χοάνη `χωνί΄, ελνστ. σημ.: `χωνευτήρι΄· 3: σημδ. αγγλ. melting-pot]

χολερυθρίνη η [xoleriθríni] Ο30 : (φυσιολ.) η κύρια χρωστική ουσία της χολής, που προέρχεται από την αιμοσφαιρίνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων και που βρίσκεται φυσιολογικά σε μικρές ποσότητες στο πλάσμα του αίματος.

[λόγ. χολ(ο)- + ερυθρ(ός) -ίνη μτφρδ. διεθ. bili- + rub-in]

χοληστερίνη η [xolisteríni] Ο30 : (φυσιολ.) οργανική ένωση που βρίσκεται στους ιστούς, στο αίμα και στη χολή· χοληστερόλη: Tο υψηλό ποσοστό χοληστερίνης στο αίμα προκαλεί την αρτηριοσκλήρωση.

[λόγ. < γαλλ. cholestérine < chole- = χολη- + αρχ. στερ(εός) -ine = -ίνη]

χοληστερόλη η [xolisteróli] Ο30 : (φυσιολ.) χοληστερίνη.

[λόγ. < διεθ. cholester(ine) = χοληστερ(ίνη) -ol = -όλη]

χριστιανοσύνη η [xristxanosíni & xrist(ia)nosíni] Ο30 : 1.το σύνολο των οπαδών της χριστιανικής θρησκείας: Tο Πάσχα είναι μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. 2. (σπάν.) η ιδιότητα του χριστιανού.

[μσν. Χριστιανωσύνη < Χριστιαν(ός) -ωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]

χρυσομυκίνη η [xrisomikíni] Ο30 : ονομασία αντιβιοτικού.

[λόγ. χρυσο- + μυκίνη]

ωλένη η [oléni] Ο30 : (ανατ.) το ένα από τα δύο οστά που αποτελούν τον πήχη του χεριού, τον αντιβραχίονα.

[λόγ. < αρχ. ὠλένη]

ωμοπλάτη η [omopláti] Ο30 : το καθένα από τα δύο πλατιά λεπτά τριγωνικά οστά που βρίσκονται στο επάνω μέρος του σκελετού και πίσω από το θώρακα: Aριστερή / δεξιά ~. || το αντίστοιχο μέρος του σώματος: Έχω έναν πόνο στην ~.

[λόγ. < αρχ. ὠμοπλάτη]

ωοθήκη η [ooθíki] Ο30 : α. (ιατρ., ανατ., βιολ.) το αναπαραγωγικό όργανο θηλυκού οργανισμού (ανθρώπου ή ζώου) στο οποίο παράγονται τα ωάρια: Nοσήματα ωοθηκών. β. (βοτ.) το τμήμα του άνθους που περιλαμβάνει τα ωάρια του φυτού και μεταβάλλεται μετά τη γονιμοποίηση σε καρπό.

[λόγ. ωο- + -θήκη απόδ. γαλλ. ovaire]

< Προηγούμενο   1... 39 40 41 42 [43]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες