Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 429 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλοφροσύνη η [alofrosíni] Ο30 : η κατάσταση του αλλόφρονα, πλήρης έλλειψη ψυχραιμίας και αυτοελέγχου: ~ κατέλαβε το πανικόβλητο πλήθος. Tον βρήκα / βρίσκεται σε κατάσταση αλλοφροσύνης.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλοφροσύνη]
- αλόη η [alói] Ο30 : 1.ονομασία φυτών με πικρή γεύση και αρωματική οσμή: Γλάστρα / κήπος με αλόες. 2. φαρμακευτικό ή αρωματικό υγρό που παράγεται από την αλόη.
[ελνστ. ἀλόη, *ἀλοή (πρβ. ελνστ. ἀλοέ)]
- αμμοδόχη η [amoδó
i] Ο30 : το αμμοδοχείο1. [λόγ. αμμο- + ελνστ. -δόχη (θ. του ρ. δέχομαι, ως β' συνθ.) κατά το ελνστ. καπνοδόχη `καπνοδόχος΄ σημδ. γερμ. Sandfass ή αγγλ. sandbox]
- αμνημοσύνη η [amnimosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αμνήμονα.
[λόγ. < αρχ. ἀμνημοσύνη]
- αμυλάση η [amilási] & αμυλάζη η [amilázi] Ο30 : (χημ.) ένζυμο που συντελεί στην υδρόλυση του αμύλου.
[-άζη: λόγ. < γαλλ. amylas(e) -η (δες άμυλο)· -άση: λόγ. ορθογρ. δαν.]
- αμυλόζη η [amilózi] Ο30 : (χημ.) κύριο συστατικό του κεντρικού πυρήνα των αμυλόκοκκων.
[λόγ. < διεθ. amylos(e) -η]
- αμφεταμίνη η [amfetamíni] Ο30 : φάρμακο που επιδρά διεγερτικά στο συμπαθητικό σύστημα.
[λόγ. < αγγλ. amphetamine (-ine = -ίνη)]
- ανάγκη η [anángi] Ο30 : 1.αυτό που επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων, οτιδήποτε δεν μπορεί κανείς να αποφύγει: Aπόλυτη / πιεστική / αδήριτη ~. Είναι ~ να πας. Bρέθηκα στην ~ να κάνω πράγματα που δεν ήθελα. Λύση ανάγκης, που δεν είναι η καλύτερη αλλά η μόνη δυνατή. (έκφρ.) μα ήταν ~; / δεν ήταν ~!, φιλοφρόνηση σε κπ. που προσφέρει ή επιστρέφει κτ. που δανείστηκε. κάνω την ~ φιλοτιμία*. (απαρχ.) ανάγκα και θεοί πείθονται*. (επιρρ. έκφρ.) εν ~ / στην ~, αν χρειαστεί, αν είναι απαραίτητο, συνήθ. για ανεπιθύμητη αλλά αναγκαστική διέξοδο, συμπεριφορά. κατ΄ ~ / εξ ανάγκης, αναγκαστικά. || Φυσική / σωματική ~, για τις φυσιολογικές λειτουργίες της ούρησης ή της αφόδευσης. 2. (οικ.) ούρηση ή αφόδευση: Kάνω την ~ μου. 3α. η απαραίτητη, χρήσιμη ή επιθυμητή παρουσία προσώπου ή πράγματος: Aισθάνθηκα την ~ να τον δω. Έχω την ~ του, εξαρτιέμαι από αυτόν. Είδος πρώτης ανάγκης, για τροφή, ένδυση, στέγη. Έχω ~ από
, χρειάζομαι: Έχεις ~ από ξύρισμα. Είναι ~ να
, πρέπει, είναι απαραίτητο: Είναι ~ να σε δει ένας γιατρός. Είναι ~ να κάνετε τόση φασαρία; Ήταν ~ να είμαι εγώ; Δεν ήταν ~ να πάω (είτε πήγα είτε δεν πήγα). (έκφρ.) ~ τον έχω;, έκφραση αδιαφορίας για τη γνώμη κάποιου ή για τις επιπτώσεις από τις αντιδράσεις του. || (πληθ.): Aυτό ικανοποιεί τις ανάγκες μας. Έχουν ακόμα πολλές ανάγκες. Yλικές / πνευματικές / ψυχικές ανάγκες. Πρέπει να καλυφτούν οι οικιστικές ανάγκες. β. έλλειψη, απουσία βασικών πραγμάτων: Έχω μεγάλη ~ από λεφτά. || κατάσταση δυσάρεστη, στενάχωρη. (έκφρ.) κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για περιπτώσεις που χρειάζονται τη λήψη άμεσων μέτρων, όπως πόλεμος, θεομηνία κτλ. (έχω κτ.) για ώρα ανάγκης, σε περίπτωση που θα το χρειαστώ: Έχουν μερικά λεφτά για ώρα ανάγκης. τι ~ έχει αυτός; ΠAΡ Ο φίλος στην ~ φαίνεται, στις δύσκολες στιγμές φαίνονται οι πραγματικοί φίλοι. Φίλε στην ~ μου κι εχθρέ μου στη χαρά μου. || Tο κτίριο είναι γερό, δεν έχει ~, δεν υπάρχει φόβος κατάρρευσης κτλ.
[αρχ. ἀνάγκη & λόγ. σημδ. γαλλ. besoin]
- ανέμη η [anémi] Ο30 : όργανο της υφαντικής, με οριζόντια περιστρεφόμενη στεφάνη, γύρω από την οποία τεντώνουν τουλούπες (κούκλες) νήματος για να το τυλίξουν σε κουβάρι ή μασούρι· ροδάνι. (έκφρ.) κόκκινη κλωστή δεμένη στην ~ τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο* να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει.
[ελνστ. ἀνέμη]
- ανεπιστημοσύνη η [anepistimosíni] Ο30 : η απουσία, η έλλειψη επιστημονικής γνώσης ή εμπειρίας. ANT επιστημοσύνη.
[λόγ. < αρχ. ἀνεπιστημοσύνη]



