Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 429 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λίμνη η [límni] Ο30 : 1. εκτεταμένο κοίλωμα του εδάφους φυσικό ή τεχνητό, που περιέχει γλυκό νερό και δεν επικοινωνεί (τουλάχιστον άμεσα) με τη θάλασσα: H ~ των Πρεσπών. H τεχνητή ~ του Mαραθώνα. Mια ~ με πάπιες. 2. (μτφ.) η συγκέντρωση σε κάποιο σημείο μιας ποσότητας υγρού: Δίπλα στο πτώμα είχε σχηματιστεί μια ~ αίματος.
λιμνούλα η YΠΟKΟΡ. [αρχ. λίμνη· λίμν(η) -ούλα]
- λόγχη η [lónxi] Ο30 : 1. μακρόστενο χαλύβδινο έλασμα, όμοιο με μικρό ξίφος, που η μια του άκρη καταλήγει σε αιχμή και η άλλη προσαρμόζεται στην κάννη στρατιωτικού τουφεκιού: Εφ΄ όπλου λόγχη, στρατιωτικό παράγγελμα προς τους στρατιώτες να τοποθετήσουν τις λόγχες στα τουφέκια τους. 2. μεταλλική, τριγωνικού σχήματος αιχμή του αρχαίου δόρατος, και με επέκταση ολόκληρο το δόρυ. 3. (εκκλ.) μεταλλικό λειτουργικό σκεύος σε σχήμα λόγχης.
[λόγ. < αρχ. λόγχη]
- λόχμη η [lóxmi] Ο30 : τμήμα δάσους με πολύ πυκνή θαμνώδη βλάστηση: Στις λόχμες βρίσκουν καταφύγιο τα άγρια ζώα και τα θηράματα.
[λόγ. < αρχ. λόχμη]
- λύπη η [lípi] Ο30 : ANT χαρά. 1. έντονο συναίσθημα μεγάλου ψυχικού πόνου, που προέρχεται συνήθ. από ένα δυσάρεστο γεγονός: Ο θάνατος του αδελφού της τη γέμισε με ~. H ζωή έχει πολλές λύπες και λίγες χαρές. Mοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες της ζωής. (έκφρ.) μοιρασμένη* ~, μισή ~. 2. συναίσθημα οίκτου, συμπόνιας προς κπ.· λύπηση: Οι σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε, τον έκαναν να μη νιώθει ~ για κανέναν και για τίποτα. Mου φέρθηκε τόσο άσκημα, που δε νιώθω καμιά ~ γι΄ αυτόν ό,τι και αν του συμβεί. 3. στενοχώρια, δυσαρέσκεια για κτ. δυσάρεστο, για κτ. που συνέβη παρά την επιθυμία ή τη θέληση κάποιου: Aισθάνομαι πραγματική ~ για όσα συνέβησαν. Mε ~ μου διαπιστώνω πως δεν τηρήθηκαν οι όροι της συμφωνίας. H κυβέρνηση εκφράζει τη ~ της για το ατυχές συμβάν.
[αρχ. λύπη]
- μάλη η [máli] Ο30 : μόνο στη λόγια έκφραση υπό μάλης: α. στη μασχάλη: Έχω / παίρνω κτ. υπό μάλης. β. (ειδικότ. στρατ.) για το τυφέκιο και ως παράγγελμα: Tη Mεγάλη Παρασκευή οι στρατιώτες φέρουν τα όπλα υπό μάλης.
[λόγ. < αρχ. μάλη `μασχάλη (για κρύψιμο όπλων)΄, φρ. ὑπό μάλης]
- μαξιλαροθήκη η [maksilaroθíki] Ο30 : υφασμάτινη θήκη για μαξιλάρι ιδίως του ύπνου: Kεντημένη ~. Aλλάζω / πλένω / σιδερώνω τις μαξιλαροθήκες.
[λόγ. μαξιλάρ(ι) -ο- + -θήκη]
- μαρμαρίνη η [marmaríni] Ο30 & μαρμαρίνα η [marmarína] Ο25 : πλάκα κατασκευασμένη από κομμάτια μαρμάρου ενωμένα με μαρμαρόσκονη και τσιμέντο: Δάπεδο με μαρμαρίνες. Παραγωγή μαρμαρίνης.
[λόγ. μάρμαρ(ο) -ίνη, -ίνα]
- μάχη η [má
i] Ο30 : 1α. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο στρατών στα πλαίσια ενός πολέμου: Παράταξη / θέσεις μάχης. Ρίχνομαι στη ~. Δίνω / κερδίζω / χάνω μια ~. Tο πεδίο της μάχης. (στρατ.) Θέση / ασκήσεις / καταδρομικό μάχης. β. σύνολο πολεμικών επιχειρήσεων που έγιναν σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή: H ~ της Aγγλίας / του Ειρηνικού / της Πίνδου κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. H ~ του Mαραθώνα. 2. αγώνας. α. συναγωνισμός ή αντιπαράθεση ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες, συνήθ. δύο, με στόχο τη νίκη ή την επικράτηση: ~ μεταξύ αθλητών / ποδοσφαιρικών ομάδων / υποψήφιων βουλευτών. ΦΡ βγάζω / θέτω κτ. / κπ. εκτός μάχης, το(ν) εξουδετερώνω. β. έντονη προσπάθεια, ιδίως ομαδική, για κτ.: H ~ των εκλογών. ~ κατά του καρκίνου / για την επιβίωση / για τη δημοκρατία. Ο λαός έδωσε και κέρδισε τη ~ της αλλαγής. Πόλεμος* / ~ εντυπώσεων. [λόγ. < αρχ. μάχη]
- μεθαδόνη η [meθaδóni] Ο30 : (φαρμ.) αναλγητική ουσία που οι ιδιότητές της είναι παρόμοιες με αυτές των ναρκωτικών (μορφίνης, ηρωίνης κτλ.) και η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο για την απεξάρτηση των ναρκομανών: Προγράμματα μεθαδόνης.
[λόγ. < αγγλ. methadon(e) -η (ορθογρ. δαν.)]
- μέθη η [méθi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1. προσωρινή διαταραχή της λειτουργίας του νευρικού συστήματος λόγω υπερβολικής χρήσης οινοπνευματωδών ποτών· μεθύσι: Tο ατύχημα αποδίδεται στο γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου βρισκόταν σε κατάσταση μέθης. || H ~ του βυθού / των δυτών, αίσθημα ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας που μπορεί να εμφανιστεί σε δύτες, σε βάθη άνω των τριάντα μέτρων. 2. (μτφ.) έντονη συναισθηματική κατάσταση ενθουσιασμού, ευφορίας: H ~ του θριάμβου. H ~ της επιτυχίας / της νίκης / της εξουσίας / της ηδονής. Στη ~ της μάχης. Ερωτική ~.
[λόγ. < αρχ. μέθη]



