Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 429 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομπορρημοσύνη η [komborimosíni] Ο30 : (λόγ.) η ιδιότητα του κομπορρήμονα· καυχησιολογία, κομπασμός.
[λόγ. < μσν. κομπορρημοσύνη < κομπορρήμ(ων) -οσύνη]
- κόρη 1 η [kóri] Ο30 : I1. το θηλυκό παιδί σε σχέση με τους γονείς και σε αντιδιαστολή προς το αρσενικό· κορίτσι1: Έχει ένα γιο και μια ~. Παντρεύει την ~ του. Οι σχέσεις μητέρας και κόρης είναι τεταμένες. || (παρωχ.) νεαρή γυναίκα ανύπαντρη και παρθένα: Δεν είναι πια ~. 2. (αρχαιολ.) γυναικείο άγαλμα της αρχαϊκής εποχής που παρίστανε θεά ή θνητή ντυμένη, όρθια και σε μετωπική στάση. II. (μυθ.) Kόρη, η Περσεφόνη, κόρη της θεάς Δήμητρας.
κορούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. [I1: αρχ. κόρη· Ι2: λόγ. < γαλλ. coré ή γερμ. Kore (στη νέα σημ.) < αρχ. κόρη· ΙΙ: λόγ. < αρχ. κόρη· κόρ(η) -ούλα]
- κόρη 2 η : (ανατ.) το άνοιγμα της ίριδας του ματιού, μέσα από το οποίο περνούν οι φωτεινές ακτίνες. ΦΡ ως κόρη(ν) οφθαλμού, για κτ. το οποίο θεωρούμε εξαιρετικά πολύτιμο και αγαπητό και γι΄ αυτό το προσέχουμε ιδιαίτερα.
[αρχ. κόρη (επειδή φαίνεται μέσα μια μικρή εικόνα σαν κοριτσιού)]
- κορτιζόνη η [kortizóni] Ο30 : ορμόνη των επινεφριδίων που παρασκευάζεται και τεχνητώς και χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς.
[λόγ. < αγγλ. cortis(one) -όνη]
- κοσμηματοθήκη η [kozmimatoθíki] Ο30 : ειδική θήκη, συνήθ. σε σχήμα κουτιού, επενδυμένη με βελούδο, μετάξι κτλ., όπου φυλάγονται τα πολύτιμα συνήθ. κοσμήματα.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -θήκη]
- κοτύλη η [kotíli] Ο30 : I. (ανατ.) κοιλότητα της λεκάνης μέσα στην οποία εφαρμόζει το άκρο του μηριαίου οστού. II. (αρχαιολ.) είδος μικρού αγγείου με δύο λαβές που ξεκινούν από τα χείλη και καταλήγουν στη βάση.
[λόγ. < αρχ. κοτύλη]
- κόχη η [kóxi] Ο30 : 1. η εξωτερική ή η εσωτερική ακμή μιας δίεδρης γωνίας σε έναν τοίχο, σε ένα έπιπλο κτλ.: Xτύπησα στην ~ της ντουλάπας. 2. η κόγχη.
[μσν. κόχη (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. κόγχη `κοιλότητα΄, αρχ. σημ.: `κοχύλι΄, με αποβ. του [n] πριν από [x] ]
- κραιπάλη η [krepáli] Ο30 : τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικών αρχών και φραγμών, όσον αφορά τις σεξουαλικές και άλλες ηδονές: Zει μέσα στην ~. Σε ~ μέθης.
[λόγ. < αρχ. κραιπάλη `ζαλάδα από μεθύσι, μεθύσι΄]
- κράμβη η [krámvi] Ο30 : (βοτ.) γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών.
[λόγ. < αρχ. κράμβη `αγριολάχανο΄ σημδ. νλατ. crambe (στη νέα σημ.) < αρχ. κράμβη]
- κρήνη η [kríni] Ο30 : κτίσμα για τη συλλογή και τη διανομή του νερού μιας πηγής, ενός αγωγού κτλ., με ένα ή με περισσότερους κρουνούς και με επιμελημένη συνήθ. κατασκευή και διακόσμηση.
[λόγ. < αρχ. κρήνη]



