Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο30 (νίκη, νίκης, νίκες)
429 εγγραφές [161 - 170]
καταδίκη η [kataδíki] Ο30 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταδικάζω. 1α. απόφαση δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται ποινή σε κατηγορούμενο που κηρύσσεται ένοχος. ANT αθώωση: ~ σε θάνατο / σε ποινή φυλάκισης / με αναστολή. Έχει εις βάρος του δύο καταδίκες για κλοπές. ΦΡ υπογράφω* την ~ μου. β. έντονη αποδοκιμασία: Είναι ομόφωνη η ~ του πολέμου / της τρομοκρατίας. 2. (μτφ.) α. δυσάρεστη κατάσταση, δυστυχία που υφίσταται κάποιος: Aυτή δεν είναι ζωή, είναι ~. ~ είναι αυτή, να μην μπορείς να βρεις ούτε ένα λεπτό ησυχία! β. δυσοίωνη πρόβλεψη για την εξέλιξη μιας κατάστασης ή πρόκληση μιας δυσάρεστης εξέλιξης: ~ σε ισόβια αναπηρία.

[αρχ. καταδίκη]

καταισχύνη η [katesxíni] Ο30 : (λόγ.) πολύ μεγάλη ντροπή, πολύ μεγάλος εξευτελισμός.

[λόγ. < μσν. καταισχύνη < αρχ. καταισχύν(ω) `καταντροπιάζω΄ ]

κατακόμβη η [katakómvi] Ο30 : υπόγειο νεκροταφείο, με δαιδαλώδεις διαδρόμους και θαλάμους, που στις πλευρές του τοποθετούσαν τους νεκρούς τους οι πρώτοι χριστιανοί την εποχή των διωγμών και που χρησιμοποιήθηκε και ως τόπος προσευχής: Οι κατακόμβες της Ρώμης / της Mήλου. Είναι (σαν) ~, χαρακτηρισμός υπόγειου και δύσκολα προσπελάσιμου χώρου.

[λόγ. < ιταλ. catacomb(a) (ορθογρ. δαν.) < υστλατ. catacomba ίσως < φρ. cata (< αρχ. κατά) tumbas `κατά τους τάφους΄ (πρβ. ελνστ. κατακοῦμβαι (προφ. [mb] < υστλατ. catacumbae)]

καφεΐνη η [kafeíni] Ο30 : ουσία που περιέχεται στον καφέ και η οποία διεγείρει το νευρικό σύστημα.

[λόγ. < γαλλ. café(ine) -ίνη]

κερατίνη η [keratíni] Ο30 : οργανική ουσία από την οποία αποτελείται η εξωτερική στιβάδα της επιδερμίδας του ανθρώπου και η οποία υπάρχει στα κέρατα, στις οπλές, στα νύχια και στα φτερά των ζώων.

[λόγ. < γαλλ. kératine < αρχ. κερατ- (κέρας) -ine = -ίνη]

κετόνη η [ketóni] Ο30 : (χημ.) ονομασία διάφορων οργανικών ενώσεων από τις οποίες πολλές έχουν μεγάλη βιομηχανική σημασία.

[λόγ. < γαλλ. cétone (-one = -όνη) σύντμ. του acétone = ακετόνη (δες λ.)]

Kεχαριτωμένη η [kexaritoméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : χαρακτηρισμός, ονομασία της Παναγίας.

[λόγ. < ελνστ. κεχαριτωμένη `που της έχει δοθεί η εύνοια του Θεού΄ θηλ. μππ. του ρ. χαριτῶ `χαρίζω εύνοια΄]

κηροζίνη η [kirozíni] Ο30 : προϊόν του πετρελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη και χρησιμοποιείται για φωτισμό ή ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσεως. || ~ αεροπορίας, καύσιμο για αεροπλάνα που κινούνται με τουρμπίνες.

[λόγ. < αγγλ. kerosine < αρχ. κηρός (δες στο κερί) -ine = -ίνη (η παραγωγή δε συμφωνεί με τους κανόνες της αρχ. ελλην.)]

κινίνη η [kiníni] Ο30 : φαρμακευτική ουσία εξαιρετικά πικρή, που παράγεται από φυτό των θερμών χωρών, και η οποία χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για την καταπολέμηση της ελονοσίας.

[λόγ. < γαλλ. quinin(e) (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)]

κίχλη η [kíxli] Ο30 : (ζωολ.) η τσίχλα.

[λόγ. < αρχ. κίχλη]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες