Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο30 (νίκη, νίκης, νίκες)
429 εγγραφές [101 - 110]
δρύπη η [δrípi] Ο30 : (βοτ.) σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο και με χυμώδες, σκληρό ή ινώδες περίβλημα, όπως π.χ. το κεράσι, το αμύγδαλο, η ελιά κτλ.

[λόγ. < γαλλ. drup(e) (ορθογρ. δαν.) < λατ. drupa `ώριμη ελιά΄ < ελνστ. δρύππα (δες στο θρούμπα)]

δύνη η [δíni] Ο30 : (φυσ.) μονάδα μέτρησης της δυνάμεως, ίση με τη δύναμη που, όταν επιδρά σε ένα σώμα που έχει μάζα ένα γραμμάριο, του δίνει επιτάχυνση ένα εκατοστό στο τετράγωνο του δευτερολέπτου· (πρβ. νιούτον).

[λόγ. < γαλλ. dyn(e) (ορθογρ. δαν.) σύντμ. της λ. dyname < αρχ. δύναμις]

εθνικοφροσύνη η [eθnikofrosíni] Ο30 : η ιδιότητα, το φρόνημα του εθνικόφρονα.

[λόγ. εθνικόφρ(ων) -οσύνη]

ειδημοσύνη η [iδimosíni] Ο30 : (λόγ.) η ιδιότητα του ειδήμονος.

[λόγ. ειδημ(ων) -οσύνη]

ειμαρμένη η [imarméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η ανώτατη δύναμη που κατευθύνει και επηρεάζει τον κόσμο ολόκληρο, καθώς και την τύχη κάθε ανθρώπου χωριστά· (πρβ. μοίρα, πεπρωμένο, τύχη).

[λόγ. < αρχ. εἱμαρμένη]

ειρήνη η [iríni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1. κατάσταση σχέσεων μεταξύ κρατών, λαών, εθνών, κοινωνικών ομάδων που αντιμετωπίζουν και επιλύουν τις όποιες διαφορές τους χωρίς να καταφεύγουν στη χρήση όπλων. ANT πόλεμος: Περίοδος ειρήνης. H παγίωση / η σταθεροποίηση της παγκόσμιας ειρήνης. Tο μυθιστόρημα «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λ. Tολστόι. H «Ειρήνη» του Aριστοφάνη. Tο ιδανικό της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών. (γνωμ.) αν θέλεις ~ να ετοιμάζεσαι για πόλεμο. || συμφωνία μεταξύ αντιπάλων για κατάπαυση ή αποφυγή πολέμου: Kάνω / υπογράφω ~. Διαπραγματεύσεις μεταξύ εμπολέμων για την υπογραφή ειρήνης· (πρβ. ανακωχή, κατάπαυση πυρός). Συνέδριο ειρήνης. H ~ της Ουτρέχτης. Xωριστή ~, που τη συνάπτει ένας από τους εμπολέμους με τον αντίπαλο, ενώ οι σύμμαχοί του συνεχίζουν τον πόλεμο. || Kινήματα / οργανώσεις ειρήνης, για την (παγκόσμια) ειρήνη. 2. κατάσταση σχέσεων μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων που τη χαρακτηρίζει ο αποκλεισμός κάθε είδους συγκρούσεων, εκδηλώσεων εχθρότητας ή αντιπαλότητας: Kοινωνική ~. Εργασιακή ~. 3. (λογοτ.) ψυχική ηρεμία, γαλήνη. || σε απαρχαιωμένες ευχετικές εκφράσεις από την εκκλησιαστική γλώσσα: ~ πάσι, σε όλους. ~ υμίν, σ΄ εσάς.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. εἰρήνη]

εκατόμβη η [ekatómvi] Ο30 : 1. στην αρχαιότητα, θυσία εκατό βοδιών ή και, γενικότερα, κάθε μεγαλοπρεπής και πλούσια θυσία στους θεούς. 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) για μεγάλο αριθμό ανθρώπινων θυμάτων πολέμου ή άλλης καταστροφής: Οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν εκατόμβες θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού.

[λόγ.: 1: αρχ. ἑκατόμβη `μεγάλη δημόσια θυσία΄ (αρχικά εκατό βοδιών)· 2: σημδ. γαλλ. hécatombe (στη νέα σημ.) < λατ. hecatombe < αρχ. ἑκατόμβη]

ελαστίνη η [elastíni] Ο30 : (βιοχημ.) δομική πρωτεΐνη του οργανισμού που βρίσκεται στους ελαστικούς και συνδετικούς ιστούς διάφορων ζώων.

[λόγ. < γαλλ. élastine < élast(ique) = ελαστ(ικός) -ine = -ίνη]

ελεφαντίνη η [elefandíni] Ο30 : (ιατρ.) ουσία των δοντιών που αποτελεί τον κύριο ιστό τους· οδοντίνη.

[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β -ίνη κατά το οδοντίνη μτφρδ. γαλλ. ivoire des dents]

ελεφαντουργία η [elefandurjía] Ο30 : η ελεφαντουργική.

[λόγ. < ελνστ. ἐλεφαντουργία]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες