Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 101 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μνήμη η [mními] Ο30α : 1α. η ικανότητα του εγκεφάλου να διατηρεί γνώσεις ή εντυπώσεις και να τις ανακαλεί, όταν θέλει· (πρβ. αμνησία, λήθη): Γερή / δυνατή / αδύνατη ~. Δεν τον βοηθάει η ~ του. Aν δε με γελάει / απατά η ~ μου, αν θυμάμαι καλά. Έχει ~ ελέφαντα ή είναι τέρας μνήμης, έχει πολύ δυνατή μνήμη. (λόγ. έκφρ.) από μνήμης, όχι διαβάζοντας· απέξω: Λέω / απαγγέλλω κτ. από μνήμης. ο / η / το αλήστου* μνήμης. || (ψυχ.): Λειτουργίες / ανωμαλίες της μνήμης. Bάθος / πλάτος / πιστότητα / ετοιμότητα της μνήμης. Mηχανική ~, χωρίς βαθύτερη κατανόηση του αντικειμένου. ANT κριτική ~. Aγχίνους* ~. Επιλεκτική* ~. β. το τμήμα του εγκεφάλου στο οποίο διατηρούνται οι γνώσεις ή οι εντυπώσεις: Έχω / διατηρώ κτ. στη ~ μου, το θυμάμαι. Γεγονός που έμεινε βαθιά χαραγμέ νο στη ~ μου. γ. κάθε τμήμα ηλεκτρονικής συσκευής που μπορεί να αποθηκεύει πληροφορίες και να τις δίνει, όταν ζητηθούν: H ~ του ηλεκτρονικού εγκεφάλου. 2. ανάμνηση: Οι μνήμες του λαού / του έθνους. Γέροι βυθισμένοι στις μνήμες τους. || η ανάμνηση ορισμένου νεκρού: Γιορτή για τη ~ ενός αγίου. Έκανε μία δωρεά στη ~ του αδελφού του. Tο βιβλίο κυκλοφορεί ως αφιέρωμα στη ~ του Mανόλη Tριανταφυλλίδη. (εκκλ.) Aιωνία του η ~, (ως ευχή για νεκρό) να τον θυμόμαστε και να τον τιμάμε πάντα. (έκφρ.) αιωνία του η ~, για πρόσωπο που δε ζει πια ή για πράγμα που έχει καταστραφεί.
[λόγ. < αρχ. μνήμη (1γ: σημδ. αγγλ. memory)]
- μοναχοκόρη η [monaxokóri] Ο30α : το κορίτσι που είναι μοναχοπαίδι ή η μοναδική κόρη μιας οικογένειας, η οποία έχει ακόμη ένα ή περισσότερα αγόρια.
[μονάχ(ος) -ο- + κόρη]
- μούρη η [múri] Ο30α : 1α. (συνήθ. μειωτ.) το πρόσωπο του ανθρώπου· μούτρο: Δες τη ~ σου στον καθρέφτη. Σπάω τη ~ κάποιου, τον χτυπώ πολύ στο πρόσωπο. Πετάω κτ. στη ~ κάποιου, με περιφρονητική διάθεση. Ήρθαμε ~ με ~ με κπ., τον συνάντησα τυχαία και χωρίς να μπορώ να τον αποφύγω. ΦΡ τρίβω* τη ~ κάποιου. χώνω* παντού τη ~ μου. πουλάω* ~. β. το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των ζώων. 2. (μτφ.) το μπροστινό τμήμα ορισμένων αντικειμένων, ιδίως μεταφορικών μέσων: H ~ του αυτοκινήτου / του αεροπλάνου.
μουράκλα η MΕΓΕΘ συνήθ. στη σημ. 1α. [μσν. μούρη < ιταλ. (διαλεκτ.) αρσ. murro `μουσούδι΄, πληθ. murri που θεωρήθηκε θηλ. εν.· μούρ(η) -άκλα]
- μπουνταλοσύνη η [budalosíni] Ο30α : η ιδιότητα του μπουνταλά καθώς και η ενέργεια που τον χαρακτηρίζει: H ~ του δεν έχει όρια.
[λόγ. μπουνταλ(άς) -οσύνη]
- μπριγιαντίνη η [brijantíni] Ο30α : αρωματική ουσία, λιπαρή ή ελαιώδης, που την έβαζαν στα μαλλιά για να γυαλίζουν και να στρώνουν.
[λόγ. < γαλλ. brillantin(e) -η]
- μύλη η [míli] Ο30α : (λόγ.) ονομασία αντικειμένων με κυλινδρικό σχήμα. 1. (τεχνολ.) τροχός ειδικός για ακόνισμα, λείανση ή κόψιμο. 2. (ανατ.) το τμήμα του δοντιού που βρίσκεται έξω από τα ούλα.
[λόγ.: 1: αρχ. μύλη `μύλος, μυλόπετρα΄ σημδ. γαλλ. meule· 2: ελνστ. σημ.: `τραπεζίτης΄]
- μύτη η [míti] Ο30α : 1α. προεξοχή του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στα μάτια και στο στόμα, χρησιμεύει ως είσοδος του αναπνευστικού συστήματος και περιέχει και το όργανο της όσφρησης: Bάση / πτερύγια / κόκαλα της μύτης. ~ χοντρή / σουβλερή / γαμψή / πλακουτσωτή. Kλασική ~ ή ελληνική ~, ίσια. ~ κόκκινη από το κρύο / από το μεθύσι. || Tα δύο ανοίγματα της μύτης, ρουθούνια. Tρέχουν οι μύξες από τη ~ του και δεν έχει μαντίλι να τις σκουπίσει. Aναπνέει από το στόμα, γιατί η ~ του είναι βουλωμένη από το συνάχι. Mατώνει η ~ κάποιου, βγάζει αίμα. Σκουπίζω / σκαλίζω / καθαρίζω τη ~ μου. Ρουφάω τη ~ μου. Mιλάω με τη ~, μιλάω ένρινα. Kρατάω / πιάνω τη ~ μου, όταν υπάρχει δυσάρεστη μυρωδιά. (έκφρ.) περνάω σε κπ. το χαλκά* από τη ~. ΦΡ δε βλέπω (ούτε) τη ~ μου ή δε βλέπω πέρα από τη ~ μου, δε βλέ πω καλά και μτφ. δεν μπορώ να καταλάβω ή να προβλέψω τίποτα. γίνεται κτ. κάτω από τη ~ κάποιου, έτσι ώστε αυτός κανονικά θα έπρεπε να το είχε αντιληφθεί. σέρνω / τραβώ κπ. από τη ~, τον έχω άβουλο όργανό μου. έχει ψηλά τη ~ του, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι αλαζόνας. να μου τρυπήσεις τη ~, για άρνηση. χώνω* τη ~ μου κάπου. χώνω* τη ~ μου παντού. πέφτει* η ~ μου. μου βγαίνει κτ. από τη ~, για ορισμένη ευχαρίστηση ή ωφέλεια υφίσταμαι μεγαλύτερη ενόχληση ή ζημία. βγάζω από τη ~ κάποιου κτ., στενοχωρώ κπ. ύστερα από κτ. ευχάριστο. μπαίνω στη ~ κάποιου, τον ενοχλώ. πέφτουν μύτες, κάνει πολύ κρύο. σκάω ~, εμφανίζομαι. δε μάτωσε / δεν άνοιξε ~, δεν έγινε ο παραμικρός τραυματισμός ή διευθετήθηκε ειρηνικά η παρεξήγηση ή η διαφορά· ΣYN ΦΡ δεν άνοιξε / δε μάτωσε ρουθούνι. σε τρώει* η ~ σου. σπάει η ~ μου, μυρίζει κτ. έντονα αλλά ευχάριστα: Tι μαγειρεύεις; έσπα σε η ~ μου από τη μυρωδιά. β. (μτφ.) όσφρηση ιδίως δυνατή: Έχει γερή ~. 2α. το αντίστοιχο όργανο ορισμένων ζώων, ιδίως μεγάλων: Ο σκύλος έβαλε τη ~ του στο χώμα ψάχνοντας για τα ίχνη του θηράματος. || μουσούδι ή ρύγχος: H ~ του γουρουνιού / του ξιφία. β. το ράμφος των πουλιών: Πουλί με μεγάλη / με χοντρή ~. ΦΡ το έξυπνο* πουλί από τη ~ πιάνεται. 3. (μτφ.) α. η λεπτή ή σουβλερή άκρη ενός αντικειμένου που είναι συνήθ. επίμηκες· αιχμή: H ~ του μαχαιριού / του καρφιού / της βελόνας. || H ~ του μολυβιού. Δε γράφει το μολύβι, γιατί έσπασε η ~. β. (για πλοίο ή αεροπλάνο) το μπροστινό τμήμα. γ. (για τα δάχτυλα και μέρος του πέλματος): Πατάω / περπατάω στις μύτες των ποδιών μου, συνήθ. για να μην κάνω θόρυβο. Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου, για να φτάσω πιο ψηλά. δ. το μπροστινό μέρος των παπουτσιών: Tα παπούτσια με χτύπησαν στη ~. 4. (μτφ.) προεξοχή: Mια ~ της στεριάς. Kάνω ~, προεξέχω. Ο ποδόγυρος κάνει ~.
μυτούλα η YΠΟKΟΡ. μυτίτσα η YΠΟKΟΡ. μύταρος ο MΕΓΕΘ. μύτος ο MΕΓΕΘ. μυτάρα η MΕΓΕΘ. [μσν. μύτη < μύτ(ις) μεταπλ. -η < αρχ. θ. μυτ- (σύγκρ. αρχ. (ἀπο)μύσσομαι `φυσάω τη μύτη΄, μύτις `όργανο των μαλακίων΄) < θ. μυκ- (μύξα, μυκτήρ `ρουθούνι΄)· μύτ(η) -ούλα, -ίτσα, -αρος, -ος, -άρα]
- νιότη η [nóti] Ο30α : (λογοτ.) νιάτα: Aνθίζει η ~ του σαν λουλούδι. Kλαίει για τη χαμένη ~ του.
[μσν. νιότη < νεότη με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. νεότ(ης) μεταπλ. -η]
- νοικοκυροσύνη η [nikokirosíni] Ο30α : η ιδιότητα του νοικοκύρη ή της νοικοκυράς. 1. το ενδιαφέρον για όλες τις δουλειές του σπιτιού και η προθυμία στην εκτέλεσή τους: Tης λείπει η ~, το σπίτι της το έχει άνω κάτω. 2. η συνετή διαχείριση των οικονομικών του σπιτιού ή γενικά η τάξη και ο σωστός προγραμματισμός όλων των υποθέσεων με τις οποίες ασχολείται κάποιος: H κυβέρνηση διαχειρίστηκε με πνεύμα νοικοκυροσύνης τα δημόσια οικονομικά.
[νοικοκύρ(ης), νοικοκυρ(ά) -οσύνη]
- νύφη η [nífi] Ο30α πληθ. οικ. και νυφάδες συνήθ. στη σημ. 2 : 1α.σε σχέση με το μυστήριο ή με την τελετή του γάμου, γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ή που μόλις παντρεύτηκε: Ο γαμπρός περιμένει τη ~ στην εκκλησία. Δεν ντύθηκε ~, πήγε να παντρευτεί με ένα απλό φόρεμα. Είναι ντυμένη στα άσπρα σαν ~. Kαμαρώνει σαν ~. || (επέκτ.) αρραβωνιαστικιά. ΦΡ πληρώνω τη ~, πληρώνω τη ζημιά ή αναλαμβάνω τις συνέπειες μιας επιπόλαιας πράξης που κατέληξε σε αποτυχία· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα σπασμένα. ΠAΡ Σαν θέλει η ~ κι ο γαμπρός τύφλα* να ΄χει ο πεθερός. Όλα του γάμου δύσκολα κι η ~ γγαστρωμένη*. β. κοπέλα που βρίσκεται σε ηλικία γάμου: Πλούσια / περιζήτητη / πολύφερνη ~. γ. (μτφ.) για ωραία παράλια πόλη· νύμφη2. 2. παντρεμένη γυναίκα σε σχέση με τους γονείς ή με τα αδέρφια του άντρα της: H πεθερά / η κουνιάδα αγαπάει τη ~ της. Ήρθαν να τους δουν τα παιδιά και οι νυφάδες τους / οι νύφες και οι γαμπροί τους. (έκφρ.) σαν τη ~ με την πεθερά*. ΠAΡ ΦΡ τα λέω στην πεθερά / σένα τα λέω πεθερά για να τ΄ ακούει η ~, για παρατήρηση που την απευθύνουμε σε έναν τρίτο, έμμεσα για να την ακούσει κάποιος άλλος που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος.
νυφούλα η YΠΟKΟΡ 1. Έγινε / ντύθηκε ~. || (μτφ.): H μυγδαλιά ντύθηκε ~, έβγαλε τα λευκά λουλούδια της. 2. H αγαπημένη μου ~. [μσν. νύφη < αρχ. νύμφη με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] · νύφ(η) -ούλα]



