Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο3 (ταμίας, ταμία, ταμίες)
175 εγγραφές [91 - 100]
μεγαλοεπιχειρηματίας ο [meγaloepixirimatías] Ο3 : επιχειρηματίας που ασχολείται με μεγάλες οικονομικές επιχειρήσεις.

[λόγ. μεγαλο- + επιχειρηματίας]

μεγαλοκαρχαρίας ο [meγalokarxarías] Ο3 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για επιχειρηματία οικονομικά πολύ ισχυρό, ο οποίος ανταγωνίζεται σκληρά τους άλλους ή εκμεταλλεύεται το λαό.

[λόγ. μεγαλο- + καρχαρίας απόδ. γαλλ. requin]

μεγαλοκτηματίας ο [meγaloktimatías] Ο3 : ιδιοκτήτης πολύ μεγάλων εκτάσεων γης, ιδίως καλλιεργήσιμων.

[λόγ. μεγαλο- + κτηματίας μτφρδ. γαλλ. grand, gros propriétaire]

μεσσίας ο [mesías] Ο3 : 1. αυτός που είναι ορισμένος και σταλμένος από το Θεό για να σώσει ένα λαό ή ολόκληρη την ανθρωπότητα: Bιβλία / παραδόσεις που μιλούν για την έλευση ενός μεσσία. || στη χριστιανική θρησκεία: Mεσσίας, ο Xριστός. 2. (μτφ.) για κπ. που, σε δύσκολες περιστάσεις, καλείται να δώσει λύση, να βγάλει μια κατάσταση από το αδιέξοδο: Tον υποδέχτηκαν σαν μεσσία.

[λόγ. < ελνστ. Μεσσίας < αραμ. mĕshīhā (< εβρ. māshīah) `ο μυρωμένος΄]

μοναρχοφασίστας ο [monarxofasístas] Ο3 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσαν οι αριστεροί για τους δεξιούς και ιδίως τους ακροδεξιούς μετά την απελευθέρωση και κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.

[μοναρχ(ικός) -ο- + φασίστας]

μπάμιας ο [bámnas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι νωθρός, δεν παίρνει πρωτοβουλίες και γενικά θεωρείται ανόητος: Ήθελα να ΄ξερα πού τον βρήκε αυτό τον μπάμια η κόρη μου και τον παντρεύτηκε.

[μπάμι(α) -ας]

μπαμπούλας ο [babúlas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : 1. φανταστικό ον με το οποίο φοβίζουν τα παιδιά: Ο ~, ο κακός λύκος κι όλα αυτά, που γέμιζαν με φόβο την παιδική ψυχή, ανήκουν πια στο παρελθόν. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο που προκαλεί φόβο: Kαθηγητής που θέλει να παριστάνει τον μπαμπούλα της τάξης. β. για κάθε κίνδυνο συνήθ. μεγαλοποιημένο: Επέβαλε τη δικτατορία του επισείοντας τον κομμουνιστικό μπαμπούλα.

[μσν. μπαμπούλας, λ. νηπιακή]

μπασίστας ο [basístas] Ο3 : μουσικός που παίζει μπάσο.

[μπάσ(ο) -ίστας κατά το κοντραμπασίστας]

μπασκετμπολίστας ο [basketbolístas] Ο3 θηλ. μπασκετμπολίστρια [ba sketbolístria] Ο27 : παίκτης του μπάσκετ· καλαθοσφαιριστής.

[μπάσκετ μπολ -ίστας· λόγ. μπασκετμπολίσ(τας) -τρια]

μπασκίνας ο [baskínas] Ο3 : (υβρ.) ο αστυνομικός· μπάτσος.

[μπασκίν(ι) -ας < τουρκ. baskιn `ξαφνική επιδρομή της αστυνομίας΄ ]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...18   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες