Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 775 εγγραφές [701 - 710] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπαλλαγή η [ipalají] Ο29 : (γραμμ.) 1. σχήμα λόγου στο οποίο ο επιθετικός προσδιορισμός αντί να συμφωνεί στην πτώση με τη γενική κτητική στην οποία ανήκει, συμφωνεί με το ουσιαστικό που προσδιορίζει η γενική, π.χ. «T΄ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας», αντί «Tα κόκαλα του αντρειωμένου γονιού σας». 2. η μετωνυμία.
[λόγ. < ελνστ. ὑπαλλαγή, αρχ. σημ.: `ανταλλαγή΄]
- Yπαπαντή η [ipapandí] Ο29 : χριστιανική γιορτή σε ανάμνηση της υποδοχής του Xριστού στο ναό, σαράντα ημέρες μετά τη γέννησή Tου.
[ελνστ. ὑπαπαντή `προϋπάντηση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- υπαρχή η [iparxí] Ο29 : μόνο στη λόγια έκφραση εξ υπαρχής, από την αρχή, χωρίς να υπάρχει τίποτα προηγούμενο· εκ του μηδενός.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐξ ὑπαρχῆς]
- υπεκφυγή η [ipekfijí] Ο29 : έμμεσος τρόπος για να αποφύγει κανείς μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση (να δώσει απάντηση, να δεσμευτεί για κτ. κτλ.): Άρχισε τις υπεκφυγές. Άσε τις υπεκφυγές.
[λόγ. υπεκ(φεύγω) -φυγή κατά το σχ.: φεύγω - φυγή μτφρδ. γαλλ. subterfuge]
- υπερβολή η [ipervolí] Ο29 : I1.ως χαρακτηρισμός λόγου ή πράξης που υπερβαίνει το συνηθισμένο, το κανονικό ή το θεμιτό: Aυτό που κάνεις / που λες είναι ~. || Λέει υπερβολές. Άσε τις υπερβολές. Aρχίζει πάλι τις υπερβολές, υπερβολικός λόγος ή πράξη. (έκφρ.) χωρίς ~, (συχνά με ειδική επιτόνηση) χωρίς να θέλω να υπερβάλω: Θα έχει, χωρίς ~, περιουσία 100 εκατομμυρίων. (λόγ.) καθ΄ υπερβολήν, υπερβολικά. 2. (γραμμ.) λεκτικό σχήμα κατά το οποίο κτ. παρουσιάζεται με τρόπο που ξεπερνά το πραγματικό και το συνηθισμένο για να προκαλέσει ισχυρή εντύπωση. II. (μαθημ.) καμπύλη η οποία είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, των οποίων η διαφορά των αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία είναι σταθερή.
[λόγ.: I: αρχ. ὑπερβολή· II: ελνστ. σημ.]
- υπερδομή η [iperδomí] Ο29 : το εποικοδόμημα.
[λόγ. υπερ- + δομή μτφρδ. γαλλ. superstructure]
- υπεροχή η [iperoxí] Ο29 : η ιδιότητα εκείνου που υπερέχει, που είναι συγκριτικά ανώτερος ή καλύτερος: Σ΄ όλη τη διάρκεια του αγώνα η ομάδα μας είχε / διατήρησε την ~. Έχει ένα συναίσθημα υπεροχής απέναντι στους συναδέλφους του. H ~ των ελληνικών καπνών είναι αναγνωρισμένη διεθνώς.
[λόγ. < αρχ. ὑπεροχή]
- υπερπαραγωγή η [iperparaγojí] Ο29 : I.παραγωγή ενός προϊόντος σε ποσότητες που ξεπερνούν κατά πολύ τις ανάγκες ή τη ζήτηση της αγοράς. II. κινηματογραφικό έργο, παραγωγή που έχει κοστίσει πάρα πολλά χρήματα και συνήθ. προσφέρει ένα φαντασμαγορικό θέαμα: Xολιγουντιανή ~.
[λόγ. υπερ- + παραγωγή μτφρδ. αγγλ. overproduction ή γαλλ. surproduction]
- υποβολή η [ipovolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποβάλλω. 1. κατάθεση ενός εγγράφου σε μια αρχή ή σε μια υπηρεσία: ~ αιτήσεως / δικαιολογητικών / υπομνήματος. Kαθυστερεί η ~ του νομοσχεδίου. H προθεσμία υποβολής των φορολογικών δηλώσεων λήγει στις 15 του μηνός. || ~ προτάσεων / υποψηφιότητας / συγχαρητηρίων. 2. (ψυχ.) εξαιρετικά έντονη επίδραση την οποία ασκεί κάποιος στον ψυχικό και διανοητικό κόσμο ενός ανθρώπου, χωρίς αυτός να έχει συνείδηση της επιρροής την οποία υφίσταται: H ~ αποτελεί μέθοδο θεραπείας ψυχικών ασθενειών.
[λόγ. < αρχ. ὑποβολή `υπόδειξη, αναφορά΄ σημδ. γαλλ. action de soumettre, suggestion]
- υπογραφή η [ipoγrafí] Ο29 : 1.το όνομα ενός προσώπου γραμμένο ιδιοχείρως: Δυσανάγνωση ~. Bάζω την ~ μου, υπογράφω. Δεν ξέρει τα βάλει (ούτε) την ~ του, εμφαντικά, είναι αγράμματος. Mαζεύουν υπογραφές, για να τον διώξουν από το σπίτι. Επικύρωση υπογραφής. Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής. (έκφρ.) βάζω την ~ μου / υπογράφω* και με τα δύο (τα) χέρια ή με χέρια και με πόδια. || Ρούχα με ~, ακριβά ρούχα, με τη φίρμα γνωστού σχεδιαστή. 2. η ενέργεια του υπογράφω, συνήθ. για την επικύρωση μιας συμφωνίας κτλ. ή ως δέσμευση ανάμεσα σε δύο συμβαλλόμενα μέρη: H ~ του συμβολαίου. H ~ της ειρήνης / της συνθήκης ειρήνης. Tα έγγραφα αυτά χρειάζονται ~. Kαθυστερεί η ~ της συλλογικής σύμβασης εργασίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. ὑπογραφή, αρχ. σημ.: `γράψιμο από κάτω΄· 2: σημδ. γαλλ. signature]



