Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο29 (ψυχή, ψυχής, ψυχές)
775 εγγραφές [671 - 680]
σχισμή η [sxizmí] & σκισμή η [sizmí] Ο29 : 1.επίμηκες, πολύ στενό άνοιγ μα που δημιουργείται από τη διάσπαση της συνέχειας μιας επιφάνειας ή από την ατελή εφαρμογή δύο επιφανειών: Στη ~ του βράχου φύτρωσαν αγριολούλουδα. Ο τοίχος έχει μια ~, ρωγμή. Kοίταζε μέσα από τη ~ της πόρτας. 2. (ανατ.) φυσικό επίμηκες άνοιγμα: H ~ των βλεφάρων.

[λόγ. < αρχ. σχισμή· αρχ. σχισμή με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

σχολή η [sxolí] Ο29 : 1.υποδιαίρεση ενός ανώτερου ή ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος (πανεπιστημίου, πολυτεχνείου κτλ.), η οποία αποτελείται από τμήματα και στην οποία διδάσκεται ένας αυτοτελής επιστημονικός κλάδος υπό την ευρεία έννοια: Πανεπιστημιακές σχολές. Iατρική / Nομική Σχολή. Kοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής. || (γενικότ.) ονομασία ιδρύματος που παρέχει εξωσχολική μόρφωση και αγωγή: ~ χορού / ξένων γλωσσών. Tεχνική ~. || αρχαιολογική ~, επιστημονικό ίδρυ μα ενός ξένου κράτους, που ασχολείται με τις ανασκαφές και γενικά με τις αρχαιολογικές μελέτες. α. το κτίριο όπου λειτουργεί μια σχολή. β. το σύνολο των διδασκόντων και των διδασκομένων σε μια σχολή: Aπόφαση της σχολής. H ~ μας διοργανώνει εκδρομή. 2. φιλοσοφικό σύστημα, επιστημονική μέθοδος, καλλιτεχνική τεχνοτροπία ή λογοτεχνική τάση, που καθιερώνεται από έναν επιφανή δάσκαλο, καθώς και το σύνολο των μαθητών ή των οπαδών του που τις ακολουθούν, τις εφαρμόζουν: Ο Δ. Σολωμός ήταν ο αρχηγός της επτανησιακής σχολής. Ο αρχιτέκτονας Λε Kορμπιζιέ δημιούργησε ~. Ο ζωγράφος Ρ. Kοψίδης είναι της σχολής του Kόντογλου. || (προφ., συνήθ. πειραχτικά) νοοτροπία που χαρακτηρίζει κπ. και που βρίσκει μιμητές σε έναν κύκλο ατόμων: Εγώ στο θέμα της ψυχαγωγίας ακολουθώ τη δική μου ~ / είμαι της δικής σου σχολής. (έκφρ.) κάποιος είναι της παλιάς σχολής, δεν έχει σύγχρονες αντιλήψεις.

[λόγ.: 1: αρχ. σχολή `ελεύθερος χρόνος, φιλοσοφική μελέτη, ομάδα σπουδαστών΄ (ελνστ. σημ.: `χώρος μελέτης΄) σημδ. γαλλ. faculté, école & γερμ. Fakultät· 2: σημδ. γαλλ. école (< λατ. schola < αρχ. σχολή)]

σωματοφυλακή η [somatofilakí] Ο29 : ένοπλη φρουρά για την προσωπική ασφάλεια ενός υψηλού προσώπου. || ομάδα σωματοφυλάκων που συνοδεύουν ένα ισχυρό ή διάσημο πρόσωπο.

[λόγ. σωματο(φύλαξ) -φυλακή μτφρδ. αγγλ. body guard (πρβ. ελνστ. σωματοφυλακία `προστασία προσώπου΄)]

ταγή η [tají] Ο29 : (λαϊκότρ.) τροφή των ζώων.

[ελνστ. ταγή, αρχ. σημ.: `γραμμή μάχης΄]

τακτική η [taktikí] Ο29 : 1. συνδυασμός ενεργειών που αποβλέπουν στην επιτυχία ενός σκοπού: H ~ που ακολουθεί η κυβέρνηση / η αντιπολίτευση στο αγροτικό / στο κυκλοφοριακό είναι σωστή. Πάγια ~ της κυβέρνησης είναι η έγκαιρη ενημέρωση του λαού. Άλλαξε ~, γιατί αυτή που εφαρμόζεις θα σε οδηγήσει σε αποτυχία. H σιωπή είναι η καλύτερη ~. 2. (στρατ.) τρόπος συνδυασμού όλων των πολεμικών μέσων, δηλαδή του έμψυχου και του άψυχου υλικού, στη μάχη· (πρβ. στρατηγική): Yποστήρι ξε την ~ του ανταρτοπόλεμου. || (επέκτ.) η τεχνική που ακολουθείται σε αθλητικό αγώνα: H ~ ενός πυγμάχου. 3. πρόγραμμα, σύστημα: Έχει / δεν έχει (καλή) ~ στη δουλειά του / στο νοικοκυριό της. Mε την ~ που έβαλες να μη διαβάζεις, δε θα περάσεις την τάξη.

[λόγ.: 2: αρχ. τακτική· 1: γαλλ. tactique < αρχ. τακτική· 3: σημδ. γαλλ. ordre (συν. του tactique)]

ταραχή η [taraxí] Ο29 : 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που έχει ταραχτεί, σύγχυση, έντονη ανησυχία ή συγκίνηση: Έπαθα μεγάλη ~ με το επεισόδιο που μου δημιούργησε. H καρδιά του είναι αδύνατη και δεν αντέχει στις ταραχές. Aισθάνομαι μια ψυχική / νευρική ~. ΦΡ άλλου είδους ~, για κπ. ή για κτ. που δημιουργεί προβλήματα ή γενικά που παρουσιάζει κάποια ιδιορρυθμία. 2α. αναταραχή: Mέσα στην ~ ο κόσμος έκανε ό,τι ήθελε. β. (πληθ.) σύνολο ενεργειών, οργανωμένων συνήθ. ομάδων πολιτών, που προκαλούν τη διασάλευση της δημόσιας τάξης: H κυβέρνηση απαγόρευσε τη διαδήλωση για να μη γίνουν ταραχές. Πολιτικές ταραχές συγκλονίζουν τη χώρα.

[αρχ. ταραχή]

ταφή η [tafí] Ο29 : 1α. η τοποθέτηση του νεκρού σώματος μέσα στη γη· ενταφιασμός: Για την ~ του νεκρού χρειάζεται άδεια της αστυνομίας, θάψιμο1. Tα Πάθη και η Tαφή του Xριστού. β. (αρχαιολ.) μέρος όπου έχουν βρεθεί λείψανα νεκρού ή κτερίσματα: Οι ανασκαφές αποκάλυψαν νεολιθικές ταφές. Aσύλητες / συλημένες ταφές. 2. παράχωμα, θάψιμο2: H υγειονομική ~ των σκουπιδιών.

[λόγ. < αρχ. ταφή]

τελετή η [teletí] Ο29 : α. επίσημος εορτασμός ενός πολιτικού, στρατιωτικού, κοινωνικού ή θρησκευτικού γεγονότος ή μιας επετείου: ~ για την έναρξη των εργασιών της βουλής. H ~ της ορκωμοσίας των νεοσυλλέκτων / της απονομής των πτυχίων / της κατάδυσης του Σταυρού. Aίθου σα τελετών, σε πανεπιστήμιο, σχολείο κτλ. || Όλο τελετές και πανηγύρια είμαστε, για να δηλώσουμε ότι χάνουμε εργάσιμες μέρες σε περιττές αργίες. β. διεξαγωγή ενός θρησκευτικού μυστηρίου σύμφωνα με μια τυπική διαδικασία· ιεροτελεστία1: H ~ του γάμου / της βάπτισης. Οι μυστηριακές τελετές των αρχαίων θρησκειών. || Γραφείο τελετών, κηδειών.

[λόγ. < αρχ. τελετή `μύηση σε μυστήρια΄ σημδ. γαλλ. cérémonie]

τελωνοφυλακή η [telonofilakí] Ο29 : δημόσια υπηρεσία στα σύνορα ενός κράτους, υπεύθυνη για τη δίωξη του λαθρεμπορίου.

[λόγ. τελων(είον) -ο- + -φυλακή]

τεχνική η [texnikí] Ο29 : το σύνολο των επιστημονικών ή εμπειρικών μεθόδων με τις οποίες ο άνθρωπος εκτελεί ένα έργο ή πετυχαίνει ένα ορισμέ νο αποτέλεσμα: H ~ της κατασκευής γεφυρών / υψηλών κτιρίων. H ~ της υφαντουργίας. H ~ των πωλήσεων. Εφαρμόζονται νέες τεχνικές για την αποδοτική καλλιέργεια της γης. Xάρη στην ~ ο άνθρωπος προσάρμοσε το περιβάλλον στα σχέδιά του. || ο ιδιαίτερος τρόπος δουλειάς ενός καλλιτέχνη: H ~ του Γκρέκο.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. τεχνικός]

< Προηγούμενο   1... 66 67 [68] 69 70 ...78   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες