Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο29 (ψυχή, ψυχής, ψυχές)
775 εγγραφές [711 - 720]
υποδιαστολή η [ipoδiastolí] Ο29 : 1.(μαθημ.) γραπτό σημείο σε μορφή κόμματος, το οποίο χρησιμοποιείται στους δεκαδικούς αριθμούς για να δηλώσει το χωρισμό των δεκαδικών μονάδων από τις ακέραιες. 2. (γραμμ.) αντίστοιχης μορφής γραπτό σημείο το οποίο σημειώνεται στην αναφορι κή αντωνυμία ό,τι για να την ξεχωρίσει από τον ειδικό σύνδεσμο ότι.

[λόγ. < ελνστ. ὑποδιαστολή `σημάδι για χώρισμα λέξεων΄ (επειδή κανονικά έγραφαν χωρίς κενά ανάμεσα σε λέξεις) κατά τη σημ. του ελνστ. διαστολή]

υποδομή η [ipoδomí] Ο29 : 1.ό,τι αποτελεί τη βάση για την εκτέλεση μιας εργασίας, για τη δημιουργία ενός έργου: α. Έργα υποδομής, έργα τα οποία δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη, χωρίς τα ίδια να είναι άμεσα παραγωγικά: Οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα λιμάνια είναι βασικά έργα υποδομής. Εργασίες υποδομής, σύνολο εργασιών οι οποίες πρέπει να προηγηθούν για να γίνει εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων, επιχειρήσεων, νοσοκομείων κτλ. Yλικοτεχνική* ~. β. Οικονομική / πνευματική ~. H παιδεία αποτελεί την ~ για την παραπέρα πορεία και εξέλιξη του έθνους. 2. ως τεχνικός όρος κυρίως της οδοποιίας, η ειδική προεργασία του εδάφους για να δεχτεί το οδόστρω μα.

[λόγ. υπο- δομή μτφρδ. γαλλ. substructure & συν. infrastructure (πρβ. ελνστ. ὑποδομή `τοίχος στήριξης΄)]

υποδοχή η [ipoδoxí] Ο29 : I.η ενέργεια του υποδέχομαι, το σύνολο των εκδηλώσεων με τις οποίες υποδεχόμαστε κπ. α. Για την ~ του πατέρα πήγαν όλοι στο σταθμό. Tο Διοικητικό Συμβούλιο θα παρευρεθεί στην ~ των ξένων επισήμων. β. ο τρόπος με τον οποίο δέχεται κάποιος κπ. που έρχεται να τον συναντήσει: Θερμή / ψυχρή / ενθουσιώδης ~. || (επέκτ.) για κτ. που γίνεται δεκτό από ένα ευρύτερο κοινό: H ~ του νέου του βιβλίου ήταν θερμή / ψυχρή. Έτυχε ενθουσιώδους / αρνητικής υποδοχής. || Aίθου σα υποδοχής. II. (τεχν.) εγκοπή ή άλλη διαμόρφωση που δέχεται ή στηρίζει κάποιο στοιχείο της κατασκευής· υποδοχέας1.

[λόγ. < αρχ. ὑποδοχή]

υποεπιτροπή η [ipoepitropí] Ο29 : τμήμα μιας ευρύτερης επιτροπής, το οποίο ασχολείται με ένα ειδικό θέμα.

[λόγ. υπο- επιτροπή μτφρδ. γαλλ. sous-commission]

υποκλοπή η [ipoklopí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποκλέπτω: ~ υπογραφής. Οι μαγνητοταινίες είναι προϊόντα υποκλοπής. || ~ τηλεφωνημάτων, παράνομη παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.

[λόγ. υπο(κλέπτω) -κλοπή κατά το σχ.: αρχ. κλέπτω (δες κλέβω) - κλοπή]

υπομονή η [ipomoní] Ο29 : 1.η ιδιότητα εκείνου που μπορεί να περιμένει, χωρίς να βιάζεται, διατηρώντας την ηρεμία του: Εξαντλήθηκε η ~ μου / έχασα την ~ μου να τον περιμένω τόση ώρα κι έφυγα. Ο γονιός / ο δάσκαλος πρέπει να έχει ~ με τα παιδιά. Aγωνίστηκε με επιμονή και ~ για να πετύχει. H ~ έχει και τα όριά της. || το χάρισμα που έχει κάποιος να υπομένει, να ανέχεται δυσβάσταχτες ή απλώς δυσάρεστες καταστάσεις: Πώς κάνει ~ μαζί του τόσα χρόνια! Tα δέχεται όλα με ~. Γαϊδουρινή ~, πάρα πολύ μεγάλη. (έκφρ.) ιώβεια* ~. ΦΡ χαρά* στην ~ του! 2. η ιδιότητα εκείνου ο οποίος ασχολείται με κτ. μακρόπνοο, λεπτομερές και κουραστικό χωρίς να αποθαρρύνεται: Θαυμάζω την ~ του καλλιτέχνη που έφτιαξε αυτό το ψηφιδωτό. Έργο υπομονής, που απαιτεί την παραπάνω ιδιότητα. (έκφρ.) κάποιος / κτ. είναι της υπομονής, για κπ. ή για κτ. που είναι πολύ αργό.

[αρχ. ὑπομονή]

υποστολή η [ipostolí] Ο29 : κυρίως ~ της σημαίας, το κατέβασμα της σημαίας από τον ιστό της με τρόπο τελετουργικό.

[λόγ. < ελνστ. ὑποστολή `απάλειψη΄, κατά τη σημ. του υποστέλλω]

υποταγή η [ipotají] Ο29 : το αποτέλεσμα του υποτάσσω: H ~ των Ελλήνων στους Tούρκους, υποδούλωση. Δεν είναι δεδομένη η ~ των γυναικών στη θέληση των ανδρών. Δηλώνω ~ (σε κπ.).

[λόγ. < ελνστ. ὑποταγή]

υποτακτική η [ipotaktikí] Ο29 : (γραμμ.) μία από τις εγκλίσεις του ρήματος η οποία φανερώνει κυρίως επιθυμία ή προσδοκία: ~ ενεστώτα / αορίστου.

[λόγ. < ελνστ. ὑποτακτική]

υποτροπή η [ipotropí] Ο29 : 1.η επανεμφάνιση των συμπτωμάτων μιας αρρώστιας, παροξυσμός της αρρώστιας μετά τη φαινομενική ίαση: ~ του πυρετού / της γρίπης. 2. (νομ.) η επανάληψη μιας αξιόποινης πράξης από τον ένοχο ενός αδικήματος, για το οποίο του έχει επιβληθεί ποινή: Σε περίπτωση υποτροπής…, αν ξανασυμβεί, αν το ξανακάνει… (έκφρ.) εξ υποτροπής. καθ΄ υποτροπήν.

[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποτροπή· 2: σημδ. γαλλ. rechute]

< Προηγούμενο   1... 70 71 [72] 73 74 ...78   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες