Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
775 εγγραφές [751 - 760] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χηλή η [xilí] Ο29 : α.το νύχι ορισμένων μηρυκαστικών, π.χ. του προβάτου, του βοδιού κτλ., που στο τελικό τμήμα του είναι χωρισμένο στα δύο. β. οπλή αλόγου.
[λόγ. < αρχ. χηλή]
- χλαλοή η [xlaloí] Ο29 : (λαϊκότρ.) οχλοβοή.
[< *οχλαγωγή με προχωρ. αφομ. [l-γ > l-l], αποβ. του αρχικού άτ. φων. και του μεσοφ. [j] < ελνστ. ὀχλαγωγ(ία) μεταπλ. -ή (ορθογρ. απλοπ.)]
- χλιδή η [xliδí] Ο29 : πολύ μεγάλη πολυτέλεια: H ~ των παλατιών της Aνατολής. Bυζαντινή ~. Έζησε μέσα στη ~. Έζησε μια ζωή γεμάτη ~ και απολαύσεις. || ζωή μέσα στη χλιδή.
[λόγ. < αρχ. χλιδή]
- χοές οι [xoés] Ο29 : στην αρχαία Ελλάδα, οι σπονδές στο νεκρό ή στον τάφο του νεκρού, από μέλι, κρασί και νερό.
[λόγ. < αρχ. αἱ χο(αί) μεταπλ. -ές, πληθ. του -ή για προσαρμ. στη δημοτ.]
- χολή η [xolí] Ο29 : 1α.πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι, συγκεντρώνεται στη χοληδόχο κύστη και χύνεται στο έντερο, για να διευκολύνει την πέψη: Πικρός σαν ~. ΦΡ αντί του μάννα* ~. ποτίζω* κπ. με ~. β. η κύστη που περιέχει τη χολή: Tον χειρούρ γησαν για να του αφαιρέσουν τη ~. Έχει πέτρες στη ~, χολολιθίαση. ΦΡ (μου) έσπασε / (μου) κόπηκε η ~ μου (από φόβο), τρόμαξα πάρα πολύ. 2. (μτφ.) έκφραση κακότητας: Λόγια γεμάτα ~. Στάζουν ~ τα λόγια του. Έχυσε πάλι τη ~ του, εκφράστηκε πάλι με κακότητα για κπ.
[αρχ. χολή]
- χορδή η [xorδí] Ο29 : 1α.αποξηραμένα και στριμμένα έντερα με τα οποία έδεναν τα δύο άκρα του τόξου· νευρά: Tεντώνω τη ~ του τόξου. β. έντερο ή μεταλλικό σύρμα που το τεντώνουν στο ηχείο ενός μουσικού οργάνου και που, όταν δονείται, παράγει ήχο: Οι χορδές του βιολιού / της κιθάρας / του πιάνου. 2. ό,τι έχει σχήμα χορδής. α. (γεωμ.) η ευθεία γραμμή που ενώνει τα δύο άκρα του τόξου της περιφέρειας. β. (ανατ.) φωνητικές χορδές, μεμβράνες στο λάρυγγα που, όταν πάλλονται, παράγουν τη φωνή. 3. (μτφ.) για κτ. που συγκινεί, που διεγείρει την ευαισθησία κάποιου: Θίγω την ευαίσθητη ~ του, του μιλώ για πράγματα που τον συγκινούν ιδιαίτερα. Ποιήματα που αγγίζουν / δονούν και τις πιο ευαίσθητες / μυστικές χορδές (της ψυχής) μας.
[λόγ.: 1: αρχ. χορδή· 2, 3: σημδ. γαλλ. corde (στις νέες σημ.) < λατ. chorda < αρχ. χορδή]
- χορτονομή η [xortonomí] Ο29 : (λόγ.) σανός.
[λόγ. < ελνστ. χορτονομή]
- χρηματαποστολή η [xrimatapostolí] Ο29 : οργανωμένη μεταφορά μεγάλου χρηματικού ποσού: Ληστεία σε ~.
[λόγ. χρηματ(ο)- + αποστολή]
- χρονοτριβή η [xronotriví] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρονοτριβώ· η καθυστέρηση, η αργοπορία που προκαλεί η βραδύτητα στην ολοκλήρωση μιας ενέργειας: Nα τελειώσεις τη δουλειά σου χωρίς ~.
[λόγ. χρονοτριβ(ώ) -ή κατά το σχ.: τρίβω - τριβή σφαλερή δημιουργία αντί χρονοτριβία]
- χρυσή η [xrisí] Ο29 : (λαϊκότρ.) ίκτερος: Bγάζω τη ~, παθαίνω ίκτερο και ως ΦΡ φοβάμαι, θυμώνω πολύ.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. χρυσός (ενν. αρρώστια)]