Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 775 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεμπλοκή η [apemblokí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απεμπλέκω.
[λόγ. απ(εμπλέκω) -εμπλοκή κατά το σχ.: εμπλέκω - εμπλο κή μτφρδ. γαλλ. désengagement ή αγγλ. disengagement]
- απευχή η [apefxí] Ο29 : α.λόγια με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία να μην πραγματοποιηθεί, να μη συμβεί σε κπ. κτ. κακό. β. τυποποιημένη έκφραση που έχει ως σκοπό να αποτρέψει μια ανεπιθύμητη ενέργεια ή ένα ανεπιθύμητο αποτέλεσμα, π.χ. «χτύπα ξύλο».
[λόγ. < ελνστ. ἀπευ χή]
- αποβολή η [apovolí] Ο29 : 1.υποχρεωτική απομάκρυνση από το σχολείο για ορισμένο χρονικό διάστημα, τιμωρία που επιβάλλεται σε μαθητές που δεν πειθαρχούν: Tιμωρήθηκε με τρεις μέρες ~. 2. αυτόματη διακοπή της κύησης και θάνατος του κυήματος μέσα στην κοιλιά της μητέρας: Έκανε / έπαθε ~. Έκανε τρεις γέννες και δύο αποβολές.
[λόγ. < αρχ. ἀποβολή `ρίξιμο μακριά, χάσιμο΄, σημδ.: 1: γαλλ. expulsion· 2: γαλλ. avortement]
- απογραφή η [apoγrafí] Ο29 : 1α.λεπτομερής απαρίθμηση και καταγραφή σε ειδικούς καταλόγους του πληθυσμού μιας χώρας, των οικονομικών αγαθών κτλ., η οποία γίνεται από το κράτος και σε τακτά χρονικά διαστήματα: ~ του πληθυσμού / των ζώων / των αυτοκινήτων / των πλοίων / των οικοδομών / των επιχειρήσεων. ~ γενική / ειδική. Σήμερα οι απογραφές του πληθυσμού στην Ελλάδα γίνονται κάθε δέκα χρόνια. β. (λογιστ.) λεπτομερής απαρίθμηση και καταγραφή της οικονομικής δραστηριότητας και των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης: Tο βιβλίο απογραφής της εταιρείας. 2. (μτφ.) λεπτομερής έρευνα και περιγραφή ενός αντικειμένου: ~ του βάθους και του πλάτους μιας έννοιας.
[λόγ. < αρχ. ἀπογραφή `ευρετήριο περιουσιακών στοιχείων΄]
- αποδοχές οι [apoδoxés] Ο29 : το σύνολο των χρημάτων που εισπράττει ένας εργαζόμενος ως αμοιβή σε κανονικά χρονικά διαστήματα: Kαθαρές / μηνιαίες / ετήσιες αποδοχές. Aύξηση / μείωση των αποδοχών. (έκφρ.) άνευ / μετ΄ αποδοχών, χωρίς ή με πληρωμή: Άδεια άνευ / μετ΄ αποδοχών.
[λόγ. πληθ. του αποδοχή σημδ. γαλλ. recouvrement `είσπραξη οφειλόμενου χρηματικού ποσού΄ (η λ. recouvrement μεταφράζει το αρχ. ἀποδοχή)]
- αποδοχή η [apoδoxí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδέχομαι: ~ της πρόσκλησης / του διορισμού. H ~ της κληρονομιάς / των όρων της συμμαχίας. Σιωπηρή ~. ~ άνευ όρων.
[λόγ. < ελνστ. ἀποδοχή, αρχ. σημ.: `πάρσιμο πίσω΄]
- αποκομιδή η [apokomiδí] Ο29 : (λόγ.) μεταφορά και απομάκρυνση: ~ απορριμμάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἀποκομιδή, αρχ. σημ.: `επιστροφή΄]
- αποκοπή η [apokopí] Ο29 : 1.η αφαίρεση, ο αποχωρισμός ενός μέρους ή ενός τμήματος από ένα σύνολο με κόψιμο: ~ χεριού / ποδιού / δακτύλων. || (επιρρ. έκφρ.) κατ΄ αποκοπή(ν), για καθορισμό εκ των προτέρων της συνολικής αμοιβής υπηρεσιών ή της τιμής μιας ποσότητας αγαθών: Εργασία κατ΄ αποκοπή(ν). Πήρε τη δουλειά κατ΄ αποκοπή(ν). Ο έμπορος αγόρασε κατ΄ αποκοπή(ν) τα φρούτα από τα δέντρα. ΦΡ παίρνω κτ. κατ΄ αποκοπήν, ασχολούμαι αποκλειστικά με κτ. 2. (γραμμ.) το φαινόμενο κατά το οποίο το τελικό φωνήεν μιας λέξης χάνεται εμπρός από το αρχικό σύμφωνο της ακόλουθης: Οι φράσεις “πάρε το” και “από το” με ~ γίνονται “πάρ΄ το” και “απ΄ το”.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκοπή `κόψιμο΄· 2: ελνστ. σημ.]
- απολαβή η [apolaví] Ο29 : το κέρδος, η ωφέλεια από μια δραστηριότητα: Δούλεψε σκληρά στη ζωή του χωρίς καμιά ~. || (πληθ.) οι αποδοχές, ο μισθός: Xαμηλές / ικανοποιητικές / υψηλές απολαβές.
[λόγ. απο(λαμβάνω) -λαβή κατά το σχ.: λαμβάνω - λαβή]
- απολογητική η [apolojitikí] Ο29 : κλάδος της χριστιανικής θεολογίας που ασχολείται με την υπεράσπιση του χριστιανισμού και με την καταπολέμηση κάθε αντιχριστιανικής διδασκαλίας.
[λόγ. < γαλλ. apologétique (δες στο απολογητικός)]



