Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο28 (σάλπιγγα, σάλπιγγας, σάλπιγγες)
681 εγγραφές [71 - 80]
αντικανονικότητα η [andikanonikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντικανονικού.

[λόγ. αντικανονικ(ός) -ότης > -ότητα]

αντικειμενικότητα η [andikimenikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντικειμενικού1. ANT υποκειμενικότητα: Εκείνο που αμφισβητείται είναι όχι η ύπαρξη αλλά η ~ της ύπαρξης του Θεού. || αμεροληψία: H ~ είναι απαραίτητη αρετή για κάθε δικαστή.

[λόγ. αντικειμενικ(ός) -ότης > -ότητα]

αντικοινωνικότητα η [andikinonikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αντικοινωνικού.

[λόγ. αντικοινωνικ(ός) -ότης > -ότητα]

αντιξοότητα η [andiksoótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντίξοου. || (πληθ.) οι αντίξοες περιστάσεις: Tον γέρασαν πρόωρα οι αντιξοότητες της ζωής.

[λόγ. αντίξο(ος) -ότης > -ότητα]

αντιπαλότητα η [andipalótita] Ο28 : η κατάσταση η οποία χαρακτηρίζει τη σχέση δύο προσώπων, ομάδων κτλ., που είναι αντίπαλοι μεταξύ τους: Yπάρχει / δημιουργείται ~. || (πληθ.) οι σχετικές ενέργειες: Nα αποφύγουμε τις αντιπαλότητες στο κόμμα.

[λόγ. αντίπαλ(ος) -ότης > -ότητα]

αντιπροσωπευτικότητα η [andiprosopeftikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αντιπροσωπευτικού.

[λόγ. αντιπροσωπευτικ(ός) -ότης > -ότητα]

αντισυνταγματικότητα η [andisindaγmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντισυνταγματικού, η αντίθεση προς ό,τι υπαγορεύει το σύνταγμα. ANT συνταγματικότητα: H ~ ενός νόμου / μιας απόφασης / ενός διοικητικού μέτρου.

[λόγ. αντισυνταγματικ(ός) -ότης > -ότητα]

αντιφατικότητα η [andifatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντιφατικού: Διακρίνω μια ~ στις απόψεις του. Yπάρχει ~ ανάμεσα στις διάφορες διατάξεις του νόμου. || H ~ των ειδήσεων, που προέρχονται από τις διάφορες πηγές, προκάλεσε σύγχυση στους πολίτες.

[λόγ. αντιφατικ(ός) -ότης > -ότητα]

άντυγα η [ándiγa] Ο28 : (σε ειδικές χρήσεις) είδος πλαισίου: H ~ της ασπίδας, μεταλλικός κύκλος που περιέβαλλε την ασπίδα.

[λόγ. < αρχ. ἄντυξ, αιτ. -υγα]

ανωριμότητα η [anorimótita] Ο28 : η ιδιότητα και η κατάσταση του ανώριμου. ANT ωριμότητα: H ψυχολογική και κοινωνική ~ των εφήβων. Οι αντιδράσεις του λαού δείχνουν συχνά πολιτική ~. || (ιατρ.) βιολογική ανωριμότητα.

[λόγ. ανώριμ(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...69   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες