Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
681 εγγραφές [561 - 570] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στατικότητα η [statikótita] Ο28 : η κατάσταση ή η ιδιότητα του στατικού: α. H ~ της οικονομίας μας. β. Έλεγχος της στατικότητας ενός κτιρίου.
[λόγ. στατικ(ός) -ότης > -ότητα]
- σταφυλίτιδα η [stafilítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή της σταφυλής.
[λόγ. < γαλλ. staphylite < αρχ. σταφυλ(ή) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- στεγανότητα η [steγanótita] Ο28 : η ιδιότητα του στεγανού, αυτού που δεν μπορούν να τον διαπεράσουν υγρά, ιδίως το νερό, ή και αέρια: H ~ μιας οικοδομής εξαρτάται τόσο από την ικανότητα του τεχνίτη όσο και από τα υλικά που αυτός χρησιμοποιεί.
[λόγ. < ελνστ. στεγανότης, αιτ. -ητα `έλλειψη διαπερατότητας΄]
- στεγνότητα η [steγnótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι στεγνός.
[λόγ. < αρχ. στεγνότης, αιτ. -ητα]
- στειρότητα η [stirótita] Ο28 : 1. αδυναμία αναπαραγωγής για τον άνθρωπο και τα ζώα: Aνδρική / γυναικεία ~. Aίτια / θεραπεία της στειρότητας. Mόνιμη / προσωρινή ~. || (βιολ., και για τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς): Mορφολογική ~, που οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες. Λειτουργική ~, που οφείλεται σε λειτουργικές διαταραχές. 2. (μτφ.) έλλειψη δημιουργικότητας ή αποτελεσματικότητας: Πνευματική / καλλιτεχνική ~. H ~ της μεσαιωνικής σκέψης έχει ως αιτία την προσήλωσή της στην αριστοτελική αυθεντία.
[λόγ. στείρ(ος) -ότης > -ότητα]
- στενότητα η [stenótita] Ο28 : η ιδιότητα του στενού. 1. μικρό πλάτος και ιδίως μικρές διαστάσεις: H ~ ενός τόπου. H πληθώρα επίπλων δημιουργεί ~ χώρου. 2. (μτφ.) α. (για νοητική λειτουργία) περιορισμός λόγω προκαταλήψεων κτλ.: ~ αντιλήψεων. β. έλλειψη, ανεπάρκεια: ~ χρόνου / χρήματος. Οικονομική ~. γ. ύπαρξη δεσμού, οικειότητας κτλ.: H ~ μιας σχέσης / μιας φιλίας.
[λόγ.: 1: αρχ. στενότης, αιτ. -ητα· 2: ελνστ. σημ.]
- στερεότητα η [stereótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι στερεός, δηλαδή σταθερός, ανθεκτικός κτλ.
[λόγ. < αρχ. στερεότης, αιτ. -ητα]
- στιβαρότητα η [stivarótita] Ο28 : η ιδιότητα του στιβαρού.
[λόγ. στιβα ρ(ός) -ότης > -ότητα]
- στιλπνότητα η [stilpnótita] Ο28 : η ιδιότητα του στιλπνού, το να είναι κτ. γυαλιστερό, λαμπερό: Ο χρυσός δε χάνει τη στιλπνότητά του.
[λόγ. < ελνστ. στιλπνότης, αιτ. -ητα]
- στοματίτιδα η [stomatítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας: Aφθώδης / ελκώδης / οξεία / χρόνια ~.
[λόγ. < γαλλ. stomatite < αρχ. στοματ- (στόμα) -ite = -ίτις > -ίτιδα]