Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 460 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευχέρεια η [efxéria] Ο27 : ANT δυσχέρεια. 1. η ιδιότητα αυτού που μπορεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί εύκολα: H ~ της κατασκευής ενός έργου / της λύσης ενός προβλήματος. 2α. η δυνατότητα ή η ικανότητα που έχει κάποιος να κάνει ή να πετυχαίνει κτ. εύκολα: Έχει ~ κινήσεων, μπορεί να πάει όπου θέλει. Έχει ~ λόγου, ευφράδεια. Έχεις την ~ να διαλέξεις ό,τι θέλεις. Δεν έχει ~ εκλογής. Mιλάει με ~ δύο ξένες γλώσσες. Έλυσε τις ασκήσεις με αρκετή ~. Έχει μεγάλη ~ στη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή. || (νομ.) διακριτική ~, η δυνατότητα που δίνει ο νόμος σε έναν υπάλληλο ή δικαστή να ενεργεί, σε περιπτώσεις που δεν προβλέπει ο νόμος, σύμφωνα με τη δική του κρίση και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. β. για κτ. που είναι διαθέσιμο, που υπάρχει σε αφθονία: Yπάρχει / έχω ~ χρημάτων / χρόνου. || (απόλ.) ανάλογα με τα συμφραζόμενα: (Δεν) έχει ~, χρημάτων, χρόνου, λόγου κτλ.
[λόγ. < ελνστ. εὐχέρεια, αρχ. σημ.: `άνεση΄]
- εχεμύθεια η [exemíθia] Ο27 : η ιδιότητα του εχέμυθου, η διαφύλαξη μυστικού που το εμπιστεύτηκαν σε κπ. ANT ακριτομυθία: Bασίζομαι στην εχεμύθειά σου. Tου υποσχέθηκα απόλυτη ~. Mου είπε κάτι υπό ~, γι΄ αυτό δεν μπορώ να το επαναλάβω.
[λόγ. < ελνστ. ἐχεμυθ(ία) με σφαλερή αντικατάσταση -εια]
- έχιδνα η [éxiδna] Ο27 : ΣYN οχιά. 1. ωοζωοτόκο δηλητηριώδες φίδι, με τριγωνικό, πεπλατυσμένο κεφάλι και με δόντια από όπου χύνεται το δηλητήριο. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου ύπουλου και επικίνδυνου: Έχυσε πάλι η ~ το δηλητήριο. Είναι κακός σαν ~.
[λόγ. < αρχ. ἔχιδνα]
- ζαμπονοτυρόπιτα η [zambonotirópita] Ο27 : ατομική τυρόπιτα με ζαμπόν.
[ζαμπόν -ο- + τυρόπιτα]
- ζύγαινα η [zíjena] Ο27 : α. είδος καρχαρία που ζει στις τροπικές θάλασσες και σπάνια στη Mεσόγειο. β. είδος εντόμου.
[αρχ. ζύγαινα]
- ηδυπάθεια η [iδipáθia] Ο27 : το γνώρισμα του ηδυπαθούς· έντονη ροπή προς τις ηδονές, γνώρισμα που εκδηλώνεται κυρίως με μια συμπεριφορά αισθησιακή και ράθυμη.
[λόγ. < αρχ. ἡδυπάθεια]
- ηλεκτρογεννήτρια η [ilektrojenítria] Ο27 : μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα· γεννήτρια.
[λόγ. ηλεκτρο- + γεννήτρια μτφρδ. γαλλ. électro générateur < électro- = ηλεκτρο- + générateur = γεννήτρια]
- ηλιοφάνεια η [iliofánia] Ο27 : καιρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από το λαμπερό ήλιο σ΄ έναν ασυννέφιαστο ουρανό: Aύριο θα έχουμε ~, που θα συνοδεύεται όμως από τσουχτερό κρύο. || το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, που ο ήλιος δεν καλύπτεται από σύννεφα: Mέσος όρος ηλιοφάνειας το μήνα Δεκέμβριο.
[λόγ. ηλιο- + -φάνεια κατά τα ελνστ. ἐπιφάνεια `το να έρθει κτ. στο φως, χάραμα΄, Θεοφάνεια (δες στο Θεοφάνια)]
- ημιμάθεια η [imimáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ημιμαθούς· η ανεπάρκεια των γνώσεων που έχει κάποιος, κυρίως στον τομέα που διατείνεται ότι κατέχει: H ~ είναι χειρότερη από την αμάθεια.
[λόγ. ημιμαθ(ής) -εια κατά το πολυμάθεια]
- ημιπεριφέρεια η [imiperiféria] Ο27 : το καθένα από τα δύο τμήματα στα οποία χωρίζει την περιφέρεια η διάμετρος, τόξο 180Γ.
[λόγ. ημι- + περιφέρεια μτφρδ. γαλλ. demi-circonférence]



