Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
460 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαιόπιτα η [eleópita] Ο27 : η μάζα από τα στερεά υπολείμματα του ελαιοκάρπου μετά την αποστράγγιση του λαδιού· ελαιοπυρήναςβ, πυρήνα.
[λόγ. ελαιο- 1 + πίτα]
- ελατόπισσα η [elatópisa] Ο27 : ρητίνη από έλατο.
[έλατ(ο) -ο- + πίσσα]
- ελαφρόνοια η [elafrónia] Ο27 : (λόγ.) ελαφρομυαλιά.
[λόγ. < ελνστ. ἐλαφρό(νους) `ελαφρόμυαλος΄ -νοια κατά το σχ.: άνους - άνοια]
- ελαφρόπετρα η [elafrópetra] Ο27 : είδος πορώδους ηφαιστειογενούς πετρώματος που χρησιμοποιείται ως λειαντικό μέσο, για την παραγωγή ελαφρών και μονωτικών οικοδομικών υλικών κτλ.: H ~ επιπλέει έως ότου όλοι οι πόροι της γεμίσουν με νερό. || κομμάτι από τέτοιο πέτρωμα (πέτρα) για την καθαριότητα του σώματός μας. || ως χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου ελαφρόμυαλου, ανόητου και επιπόλαιου.
[ελαφρο- + πέτρα]
- ελληνομάθεια η [elinomáθia] Ο27 : α.η γνώση της ελληνικής γλώσσας. β. (παρωχ.) η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας· (πρβ. αρχαιομάθεια, αρχαιογνωσία).
[λόγ. ελληνο- + -μάθεια]
- ελληνοπρέπεια η [elinoprépia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του ελληνοπρεπούς.
[λόγ. ελληνοπρεπ(ής) -εια]
- εμβέλεια η [emvélia] Ο27 : ακτίνα αποτελεσματικής δράσης: Mεγάλη / μικρή ~. 1. (για πυροβόλο όπλο, βλήμα κτλ.) βεληνεκές: Περίστροφα μικρής εμβέλειας. 2. η μεγαλύτερη απόσταση ως την οποία ένας πομπός μπορεί να στείλει ένα σήμα ευκρινές για δέκτη ανάλογης ισχύος: H ~ ενός ραδιοφωνικού σταθμού / ενός ραντάρ. || H ~ ενός φάρου. 3. (μτφ.) έκταση επίδρασης, επιρροής ή απήχησης στην κοινωνία: Mικρή / μεγάλη / περιορισμένη ~. Πολιτική / κοινωνική ~. Bραχύβιοι και χωρίς ιδιαίτερη ~ πολιτιστικοί σύλλογοι. H ~ μιας άποψης. Πολιτικός / επιστήμονας με μεγάλη ~ και διεθνές κύρος.
[λόγ. < ελνστ. ἐμβελ(ής) `(το διάστημα) όπου μπορεί να φτάσει ένα βλήμα΄ -εια μτφρδ. γαλλ. portée]
- εμβρίθεια η [emvríθia] Ο27 : η ιδιότητα του εμβριθούς, το να διανοείται κάποιος με εξαιρετική σοβαρότητα και σε βάθος: Ερεύνησαν το ζήτημα με ~, σε βάθος και με σοβαρότητα· εμβριθώς. ANT επιπολαιότητα. Σχολαστική / επιστημονική ~. Διακρίνεται για την ~ και την ευρύτητα του πνεύματός του.
[λόγ. < ελνστ. ἐμβρίθεια `βάρος, σοβαρότητα΄ κατά τη σημ. της λ. εμβριθής]
- εμμηνόρροια η [eminória] Ο27 : (ιατρ.) το φυσιολογικό φαινόμενο της περιοδικής εκροής από τον κόλπο της γυναίκας αίματος, εκκρίσεων και κατεστραμμένου βλεννογόνου της μήτρας· εμμηνορρυσία, έμμηνη ροή, έμμηνη ρύση, περίοδος, έμμηνα.
[λόγ. έμμην(α) -ο- + -ρροια μτφρδ. νλατ. menorrhea < αρχ. μηνο- (μήν) + -rrhea = -ρροια]
- εμπάθεια η [embáθia] Ο27 : το να κυριαρχείται κάποιος από έντονα συναισθήματα εχθρότητας, κακίας ή μίσους· η ιδιότητα και ο τρόπος του εμπαθούς: Mίλησε με πολλή ~. Tον επέκριναν δριμύτατα, αλλά χωρίς οργή και ~. H ~ και ο φανατισμός δεν αφήνουν περιθώρια για διάλογο.
[λόγ. < ελνστ. ἐμπάθεια `φυσική επίδραση, πάθος΄ κατά την αλλ. της σημ. του εμπαθής]