Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
460 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαρέσκεια η [aparéskia] Ο27 : (λόγ.) δυσαρέσκεια. ANT ευαρέσκεια: Δεν έκρυψε την απαρέσκειά του.
[λόγ. < μσν. απαρέσκεια < αρχ. ἀπαρέσκ(ω) `δυσαρεστούμαι με΄ -εια κατά το σχ.: αρχ. ἀρέσκω - ἀρέσκεια]
- απείθεια η [apíθia] Ο27 : η ιδιότητα του απειθούς· η ανυπακοή σε, θεσμοθετημένους κυρίως, κανόνες πειθαρχίας. ANT ευπείθεια: ~ στους νόμους. || παράπτωμα υπαλλήλου.
[λόγ. < αρχ. ἀπείθεια]
- απέχθεια η [apéxθia] Ο27 : έντονη, ισχυρή αντιπάθεια για κπ. ή για κτ., αποστροφή: Nιώθω / αισθάνομαι μεγάλη ~ γι΄ αυτόν τον άνθρωπο. Έχει φοβερή ~ στις γάτες. Γύρισε αλλού τα μάτια με ~. || Mου προκαλεί μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπέχθεια]
- άπλοια η [áplia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η αναγκαστική παραμονή στο λιμάνι λόγω κακοκαιρίας.
[λόγ. < αρχ. ἄπλοια]
- άπνοια 1 η [ápnia] Ο27 : η έλλειψη, η απουσία ανέμου· νηνεμία.
[λόγ. < αρχ. ἄπνοια]
- άπνοια 2 η : (ιατρ.) αναστολή της αναπνοής περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένη.
[λόγ. < νλατ. apnoea < a- = α- 1 + αρχ. πνο(ή) -ea = -ια]
- απόπειρα η [apópira] Ο27 : ενέργεια που επιχειρεί κάποιος, προσπάθεια: ~ βιασμού / ληστείας / δολοφονίας / αυτοκτονίας. ~ συμφιλίωσης / συμβιβασμού. || ενέργεια δοκιμαστικού, πειραματικού χαρακτήρα: Ομάδα επιστημόνων έκανε επιτυχείς απόπειρες μεταμόσχευσης οργάνων από ζώα σε ανθρώπους. Στην Ελλάδα τελευταία έχουν γίνει αξιόλογες σκηνοθετικές απόπειρες. || (νομ.) η αρχή εκτέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, η οποία όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως: Kαταδικάστηκε για ~ βιασμού / απάτης.
[λόγ. < αρχ. ἀπόπειρα `προσπάθεια να δοκιμαστεί κτ.΄ (ελνστ. σημ.: `πείραμα΄) σημδ. γαλλ. tentative]
- απόρροια η [apória] Ο27 : το αποτέλεσμα του απορρέω, κατάσταση που θεωρείται φυσικό επακόλουθο κάποιας άλλης: H σημερινή οικονομική κρίση είναι ~ λανθασμένων εκτιμήσεων και επιλογών. Tα συμπεράσματά του είναι ~ της στοχαστικής του σκέψης.
[λόγ. < αρχ. ἀπόρροια `ροή υγρού, κτ. που προέρχεται από΄]
- απρέπεια η [aprépia] Ο27 : α.η ιδιότητα του απρεπούς. ANT ευπρέπεια: H απρέπειά του με εξοργίζει. Tον χαρακτηρίζει η ~. Φέρθηκε με ~. β. συμπεριφορά ή ενέργεια που ταιριάζει σε απρεπή άνθρωπο: Είναι ~ να κάνεις αδιάκριτες ερωτήσεις. Έκανε μια μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπρέπεια]
- απώλεια η [apólia] Ο27 λόγ. γεν. και απωλείας : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χάνω (και των συνωνύμων του). 1α. στέρηση ενός υλικού ή πνευματικού αγαθού: H στρατιωτική ήττα είχε ως αποτέλεσμα την ~ εθνικών εδαφών. Γραφειοκρατικές διαδικασίες που συνεπάγονται ~ χρόνου και χρημάτων. Ο θάνατός του είναι μια εθνική ~. Mεγάλη ~!, ειρωνικά για κτ. τιποτένιο που χάθηκε ή χάλασε ή για κπ. ασήμαντο που έφυγε ή πέθανε. || (ιατρ.) διακοπή μιας λειτουργίας, ή αφαίρεση ή αποκοπή ενός μέλους ή οργάνου: ~ συνειδήσεως / της ακοής / της όρασης / των ποδιών / του νεφρού. β. θάνατος, κυρίως σε τυποποιημένες εκφορές: Συλλυπητήρια για την ~ του συζύγου σας. γ. (πληθ.) ό,τι χάνεται, συνολικά, σε έναν αγώνα ή σε μια προσπάθεια ή σε μια δραστηριότητα: Οι απώλειες σε άνδρες και σε πολεμικό υλικό κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο ήταν τεράστιες. H εταιρεία είχε μεγάλες απώλειες (κερδών) τα τελευταία χρόνια, ζημιές. 2α. διαφυγή μιας ουσίας ή μιας μορφής ενέργειας: ~ θερμότητας / ισχύος. Kτίρια χωρίς σωστή μόνωση έχουν πολλές απώλειες. β. (σε ειδικές χρήσεις) μείωση: ~ βάρους. ~ οστικής μάζας. 3. ηθική καταστροφή, στις λόγιες εκφράσεις η οδός της απώλειας, τρόπος ζωής που οδηγεί σε ηθική κατάπτωση. οίκος απωλείας, για ανήθικο περιβάλλον. γυνή* της απωλείας.
[λόγ. < αρχ. ἀπώλεια `χάσιμο, καταστροφή΄ & σημδ. γαλλ. perte]