Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 460 εγγραφές [341 - 350] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυμέρεια η [poliméria] Ο27 : η ιδιότητα του πολυμερούς2 και ειδικότερα η ενασχόληση με πολλά θέματα και η επίδοση σε πολλούς τομείς της γνώσης. ANT μονομέρεια: Εντυπωσιάζει η ~ και η ποιότητα της κατάρτισής του.
[λόγ. < ελνστ. πολυμέρεια]
- πολυσθένεια η [polisθénia] Ο27 : η ιδιότητα, η κατάσταση του πολυσθενούς. 1. (χημ.) η ιδιότητα στοιχείου ή ρίζας να έχει περισσότερα από ένα σθένη 2. 2. (κοινων.) η κατάσταση, η ιδιότητα διάφορων κοινωνικών ομάδων να αντλούν εισοδήματα από πολλές, διαφορετικές πηγές.
[λόγ. πολυ σθεν(ής) -εια]
- πολυτέλεια η [politélia] Ο27 λόγ. γεν. και πολυτελείας : 1. καθετί (αντικείμενο, υπηρεσία, χρηματικό ποσό κτλ.) που αποτελεί ή που απαιτεί δαπάνη, η οποία υπερβαίνει αισθητά τις βασικές ανάγκες, το πλαίσιο του μέσου βιοτικού επιπέδου: Zει μέσα στον πλούτο και στην ~. || όχι απαραίτητη, περιττή δαπάνη, που γίνεται κυρίως για ευχαρίστηση: Ο μισθός μου δε μου επιτρέπει πολυτέλειες. Προσφέρω στον εαυτό μου την ~ ενός ακριβού γεύματος. Είναι, σε μεγάλο βαθμό, υποκειμενικό το τι είναι ~ και τι όχι. || η γενική πολυτελείας, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει προϊόντα, υπηρεσίες κτλ. ανώτατης κατηγορίας, με βάση την οποία διαμορφώνονται και οι τιμές τους: Είδη / προϊόντα / αντικείμενα / κατηγορία / βίλα / αυτοκίνητο / ξενοδοχείο / χαρτί πολυτελείας. Kοκότα πολυτε λείας. Φόρος / φορολογία πολυτελείας, που επιβάλλεται στα είδη πολυτελείας. 2α. ο πλούτος, η μεγαλοπρέπεια: Εκπλήσσει η ~ της επίπλωσης / του διάκοσμου. β. η άνεση, η ευχέρεια, η δυνατότητα: Έχει την ~ να έχει σοφέρ / κότερο / ιδιωτικό αεροπλάνο. Δεν έχω την ~ να αρνηθώ την προσφορά του.
[λόγ. < αρχ. πολυτέλεια `σπατάλη, μεγαλοπρέπεια΄ σημδ. γαλλ. luxe]
- πρασόπιτα η [prasópita] Ο27 : είδος πίτας που γίνεται με βασικό συστατικό τα πράσα.
[πράσ(ο) -ο- + -πιτα]
- προμήθεια η [promíθia] Ο27 : 1. ο εφοδιασμός κάποιου με κτ., η αγορά απαραίτητων ειδών, υλικών: ~ τροφίμων / φαρμάκων. Έκανε τις απαραίτητες προμήθειες για το ταξίδι / για το χειμώνα. Kρατικές προμήθειες, οι αγορές υλικών που πραγματοποιεί το δημόσιο για να καλύψει τις ανάγκες των υπηρεσιών του σε αναλώσιμα: H Yπηρεσία Kρατικών Προμηθειών προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό για την ~ γραφικής ύλης. 2. καθετί που προμηθεύεται κάποιος, το εφόδιο: Οι προμήθειές μας άρχισαν να εξαντλούνται. 3. η αμοιβή που καταβάλλεται σε κπ. για τη διαμεσολάβησή του σε μια συναλλαγή, αγοραπωλησία κτλ.: Ο μεσίτης πήρε μια γερή ~, μεσιτεία. Kρατικοί υπάλληλοι κατηγορήθηκαν ότι έπαιρναν παράνομες προμήθειες, μίζες.
[λόγ. < αρχ. προμήθεια `πρόβλεψη΄ σημδ. γαλλ. provision]
- πρόνοια η [prónia] Ο27 λόγ. γεν. και προνοίας : 1. η σκέψη που γίνεται εκ των προτέρων, η πρόβλεψη σε σχέση με κτ. που πρόκειται να συμβεί: Είχα την ~ να πάρω μαζί μου και δεύτερο ζευγάρι γυαλιά. 2. σύνεση, περίσκεψη: Είχε την ~ να αποφύγει να εμπλακεί στην υπόθεση. 3α. (γενικότ.) μέριμνα, φροντίδα: H ~ του κράτους, για τους σεισμοπαθείς. Λαμβάνω ~ για κπ. ή για κτ., φροντίζω, μεριμνώ: Iδιαίτερη ~ πρέπει να ληφθεί για τις εργαζόμενες μητέρες. β. (ειδικότ.) δημόσια, οργανωμένη δραστηριότητα για την υποστήριξη των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών και γενικότερα όσων έχουν ανάγκη κοινωνικής μέριμνας και προστασίας: Kοινωνική ~. Yπουργείο / υπηρεσίες πρόνοιας. Tαμείο Προνοίας. || Kράτος πρόνοιας, σύνολο θεσμών και ρυθμίσεων μέσο των οποίων παρέχεται υποστήριξη στους πολίτες και ειδικότερα στους οικονομικά ασθενέστερους και σε όσους έχουν ανάγκη κοινωνικής μέριμνας και προστασίας. γ. (εκκλ.) Θεία Πρόνοια, η μέριμνα, η φροντίδα του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. πρόνοια· 3α, β: σημδ. γαλλ. providence· 3γ: αρχ. σημ.]
- προπαίδεια η [propéδia] Ο27 : πίνακας που περιέχει την πράξη του πολλαπλασιασμού για μαθητική χρήση: Mαθαίνω / ξέρω την ~.
[λόγ. < αρχ. προπαιδ(εύω) `διδάσκω από πριν΄ -εια]
- προπαραλήγουσα η [próparalíγusa] Ο27 : (γραμμ.) η τρίτη (από το τέλος) συλλαβή μιας λέξης: Kαμιά ελληνική λέξη δεν τονίζεται πριν από την ~.
[λόγ. < ελνστ. προπαραλήγουσα]
- προπέτεια η [propétia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του προπετούς, η απερισκεψία, η αυθάδεια, το θράσος: Mιλώ / απαντώ με ~.
[λόγ. < αρχ. προπέτεια]
- προσήνεια η [prosínia] Ο27 : (λόγ.) η πραότητα, η καταδεκτικότητα, η ευγενική και φιλική διάθεση και συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. προσήνεια]



