Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 460 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαμβακόπιτα η [vamvakópita] Ο27 : ζωοτροφή που παράγεται από το βαμβακόσπορο, αφού αφαιρεθεί με σύνθλιψη το βαμβακέλαιο.
[λόγ. βαμβακο- + πίτα]
- βαρύσφαιρα η [varísfera] Ο27 : (γεωλ.) το εσωτερικό τμήμα της γης που βρίσκεται γύρω από τον πυρήνα και έχει πυκνή σύσταση και μεγάλο βάρος.
[λόγ. < γαλλ. barysphère < αρχ. βαρύ(ς) + σφαῖρα]
- βασιλεύουσα η [vasilévusa] Ο27 : η προσωνυμία της Kωνσταντινούπολης, ως πρωτεύουσας του βυζαντινού κράτους.
[λόγ. < μσν. βασιλεύουσα, ελνστ. θηλ. μεε. βασιλεύουσα του αρχ. ρ. βασιλεύω]
- βίζιτα η [vízita] Ο27 : 1. (παρωχ.) φιλική επίσκεψη. ΦΡ αρμένικη* ~. 2. (παρωχ.) ιατρική επίσκεψη και αντίστοιχη αμοιβή γιατρού. 3. (λαϊκότρ.) επισκέπτης. 4. (λαϊκ., για πόρνη): Kάνω βίζιτες, εκδίδομαι. (έκφρ.) βγάζω / βγαίνω στη ~, εκδίδω / εκδίδομαι. || επίσκεψη σε πορνείο και αμοιβή πόρνης. || (επέκτ.) πόρνη.
[ιταλ. visita]
- βικτόρια η [viktória] Ο27 : ανοιχτή άμαξα που είχε τέσσερις τροχούς και θέση για δύο επιβάτες.
[λόγ. < αγγλ. victoria < ανθρωπων. Victoria (Aγ γλίδα βασίλισσα)]
- βιντεοκάμερα η [videokámera] Ο27 : μηχανή λήψης για βιντεοταινίες.
[λόγ. < αγγλ. video camera]
- βιόσφαιρα η [viósfera] Ο27 : (βιολ.) το σύνολο των έμβιων όντων που υπάρχουν στη γη.
[λόγ. < γαλλ. biosphère < bio- = βιο- + αρχ. σφαῖρα]
- βλεννόρροια η [vlenória] Ο27 : οξύ και μολυσματικό αφροδίσιο νόσημα που συνίσταται σε φλεγμονή της ουρήθρας και πυώδη έκκριση.
[λόγ. < γαλλ. blennorrhée < αρχ. βλένν(α) -ο- + -rrhée = -ρροια]
- βοήθεια η [voíθia] Ο27 & [voíθia] Ο25 λόγ. γεν. και βοηθείας : 1. η συνδρομή που ζητιέται ή που παρέχεται σε περιπτώσεις κινδύνου, ανάγκης, δυσκολίας: Zητώ / δίνω / προσφέρω ~. Για να βγάλουν συμπέρασμα, ζήτησαν τη ~ ειδικών. Xωρίς ~ δεν τα βγάζω πέρα. (έκφρ.) δίνω χέρι* βοήθειας. (λόγ.) χείρα* βοηθείας. || (επιφ.) βοήθεια!, επίκληση κάποιου που διατρέχει κίνδυνο. || (ιατρ.) Πρώτες βοήθειες, πρόχειρη ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη που παρέχεται σε περιπτώσεις ατυχημάτων: Tου παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Σταθμός πρώτων βοηθειών, ιατρείο όπου παρέχονται οι πρώτες βοήθειες. 2. ό,τι παρέχεται ως αρωγή, συνδρομή και οι φορείς της: Tεχνική / οικονομική ~. H ~ προς τις υπανάπτυκτες χώρες πρέπει να αυξηθεί σημαντικά. H ~ έφτασε αργά στους πολιορκημένους. || ελεημοσύνη: Δώστε μια ~, χριστιανοί, στον ανάπηρο. ΦΡ η εξ ύψους* ~. || (ευχή) βοήθειά μας (η Παναγία, ο άγιος κτλ.), να μας βοηθάει. (γνωμ.) όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό ~.
[αρχ. βοήθεια]
- βοϊδάμαξα η [voiδámaksa] Ο27 : (μεγάλο) κάρο που το σέρνουν βόδια. || (ειρ.) για μεταφορικό μέσο υπερβολικά αργοκίνητο.
[βόιδ(ι) + άμαξα]



