Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 153 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαϊδουρότριχα η [γaiδurótrixa] Ο27α : 1. τρίχα γαϊδάρου. 2. (μτφ.) για μαλλιά άγρια, που δε χτενίζονται εύκολα, που δε στρώνουν.
[γαϊδουρο- + τρίχα]
- γαλαζόπετρα η [γalazópetra] Ο27α : ο θειικός χαλκός. || διάλυμα θειικού χαλκού για το ράντισμα των αμπελιών κατά του περονόσπορου.
[γαλάζ(ιος) -ο- + πέτρα]
- γαλατόπιτα η [γalatópita] Ο27α : είδος γλυκίσματος που μοιάζει με το γαλακτομπούρεκο, αλλά χωρίς φύλλα.
[γαλατο- + -πιτα]
- γιδόστρατα η [jiδóstrata] Ο27α : κακοτράχαλο ορεινό μονοπάτι.
[γιδο- + στράτα]
- γκαζόλαμπα η [gazólamba] Ο27α : λάμπα πετρελαίου: Στο καταφύγιο είχαμε μόνο γκαζόλαμπες.
[γκάζ(ι) -ο- + λάμπα]
- γκόμενα η [gómena] Ο27α αρσ. γκόμενος [gómenos] Ο20 : (λαϊκ.) 1. ερωμένη. (έκφρ.) βγάζω ~ / γκόμενο, αποκτώ ερωτικό σύντροφο. 2. ωραία γυναίκα, γυναίκα με θηλυκότητα. || (επέκτ.) νεαρή γυναίκα.
γκομενάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2, για γυναίκα μικρής ηλικίας. γκομενίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2, για γυναίκα μικρής ηλικίας. γκομενάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2, για πολύ ωραία γυναίκα. [βεν. gomena `σκοινί της άγκυρας, παλαμάρι΄ (αραβ. guml), ειρ. από την εικόνα πως κάποιος τραβάει κτ. πίσω του· γκόμεν(α) -ος· γκόμεν(α) -ίτσα· γκόμεν(α) -άρα]
- γομολάστιχα η [γomolástixa] & γομαλάστιχα η [γomalástixa] Ο27α : κομμάτι από καουτσούκ ή πλαστική ελαστική ύλη με το οποίο σβήνουμε κτ. γραμμένο συνήθ. με μολύβι· σβηστήρα, σβήστρα, γόμα.
[γομα-: ιταλ. gomma elastica με αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· γομο-: παρετυμ. γόμ(α) -ο- + λάστιχ(ο) -α]
- γόνδολα η [γónδola] Ο27α : είδος μακριάς και στενής βάρκας με υπερυψωμένη πλώρη και πρύμνη, που κινείται με ένα μόνο κουπί και που τη χρησιμοποιούν στα κανάλια της Bενετίας.
[λόγ. αντδ. < βεν. gondola (ορθογρ. δαν.) < μσνλατ. *condua < ελνστ. κόνδυ `ποτήρι, βάζο΄, πληθ. κόνδυα (ή και με επίδρ. του υποκορ. κονδύλιον)]
- γουρουνότριχα η [γurunótrixa] Ο27α : η τρίχα του γουρουνιού και μτφ. σκληρή και άγρια τρίχα: Bούρτσα από ~. Mαλλιά σαν γουρουνότριχες. ΦΡ παρά ~, παρά λίγο· ΣYN ΦΡ παρά τρίχα.
[μσν. γουρουνότριχα < γουρουνο- + τρίχα]
- δερματόκολλα η [δermatókola] Ο27α : κόλλα που παρασκευάζεται με βρασμό από δέρματα ζώων και άλλα συστατικά και χρησιμοποιείται κυρίως στη συγκόλληση αντικειμένων από ξύλο.
[λόγ. δερματο- + -κόλλα]



