Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
153 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περίσσεια η [perísia] Ο27α : (λόγ.) πλεόνασμα, περίσσευμα. || αφθονία: ~ αγαθών.
[λόγ. < ελνστ. περισσεία με σφαλερή μετακ. του τόνου εξαιτίας της γεν. περισσείας]
- πέστροφα η [péstrofa] Ο27α : είδος ψαριού των γλυκών νερών.
[βουλγ. pŭstŭrva (αρχική σημ.: `παρδαλή΄) παρετυμ. *επίστροφα (< επιστρέφω)]
- πετρελαιόπισσα η [petreleópisa] Ο27α : μαύρη παχύρρευστη μάζα που απομένει μετά την απόσταξη του πετρελαίου.
[λόγ. πετρελαιο- + πίσσα]
- πετροπέρδικα η [petropérδika] Ο27α : είδος πέρδικας που ζει σε βραχώδεις και δύσβατους τόπους, σε αντίθεση προς την πέρδικα την πεδινή.
[πετρο- 1 + πέρδικα]
- ποντικότρυπα η [pondikótripa] Ο27α : 1. άνοιγμα, τρύπα που αποτελεί την είσοδο φωλιάς ποντικιού. || (επέκτ.) η φωλιά του ποντικιού. 2. (μτφ.) πολύ μικρός, στενός χώρος: Διαμερίσματα (σαν) ποντικότρυπες.
[ποντικ(ός) -ο- + τρύπα]
- προστυχόφατσα η [prostixófatsa] Ο27α : (λαϊκ.) για άνθρωπο που, από τη φυσιογνωμία του, φαίνεται ότι είναι πρόστυχος.
[πρόστυχ(ος) -ο- + φάτσα]
- πρωτόγεννα η [protójena] Ο27α : (λαϊκότρ., λογοτ.) η πρώτη γέννα.
[πρωτο- + γέννα]
- πυρόσφαιρα η [pirósfera] Ο27α : (γεωλ.) παλαιότερη ονομασία του πυρήνα της Γης.
[λόγ. < γαλλ. pyrosphère < pyro- = πυρο- + αρχ. σφαῖρα]
- ρέγουλα η [réγula] Ο27α : ομαλός και κανονικός ρυθμός κατά την εκτέλεση πράξης, ενέργειας κτλ.: Kάνω κτ. με ~, με μέτρο. Έπιναν το κρασί τους αργά αργά και με ~. Δουλεύω με ~, με κανονικό ρυθμό, χωρίς καθυστερήσεις ή υπερβολική βιασύνη. Δουλεύω με τη ρέγουλά μου, με το ρυθμό που θέλω, χωρίς εντατική προσπάθεια. Bάζω μια δουλειά σε ~, τη ρεγουλάρω, τη ρυθμίζω.
[μσν. ρέγουλα < παλ. ιταλ. regula]
- ρεπούμπλικα η [repúblika] Ο27α : είδος ανδρικού καπέλου από χοντρό ύφασμα (κετσέ) και με γύρο.
[ιταλ. repubblica `δημοκρατία΄, ίσως επειδή ζητωκραυγάζοντας «δημοκρατία» πετούσαν στον αέρα τέτοια καπέλα, σύμβολα αντιμοναρχικών επαναστάσεων, σύγκρ. τραγιάσκα]